Ἐξώφυλλο arrow Περιεχόμενα arrow Θέματα arrow ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟ ΚΡΥΦΤΟ ΚΑΙ ΒΗΜΑΤΑ ΜΠΡΟΣ-ΠΙΣΩ

ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟ ΚΡΥΦΤΟ ΚΑΙ ΒΗΜΑΤΑ ΜΠΡΟΣ-ΠΙΣΩ

Γράφει: Δημήτρης ΤΖΟΥΒΑΝΟΣ

(Δημοσίευση: 28 Μαρτίου 2012) Ὁ Δ.Τ. γράφει γιὰ τὴν στάση τῆς ἑλληνικῆς Διανόησης στὶς μέρες μας. Κι ἐπίσης, θυμίζει ποιό εἶναι τὸ Κεντρικὸ Πολιτικὸ Ζήτημα. Πρώτη δημοσίευση στὸ Ἀντίφωνο, σὲ δύο συνέχειες στὶς 12 καὶ στὶς 19 Μαρτίου 2012.

Κρυφό

Περιεχόμενα τοῦ ἄρθρου:

1. Απολιτίκ αδιανόητα 7. Οι Μερκοζί και η Ευρωπορεία
2. Ξανά στο Κεντρικό Πολιτικό Ζήτημα 8. Οι Μερκοζί και οι πιέσεις στο εγχώριο υποσύστημα
3. Τα Πώς, και τα Βάρη 9. Ο Γιώργος, ο παπατζής κι ο καθρέφτης
4. Αυτογνωστικές υπενθυμίσεις στα οικονομικά 10. Ο Μίκης και το τέλος της εθνικολαϊκής επιστήμης
5. Αυτογνωστικές υπενθυμίσεις στα πολιτικά 11. Πτωχικά
6. Διανόηση, Αγανακτισμένοι και Κοινός Λόγος 12. Αγκάθια και συνέχεια

1. Απολιτίκ αδιανόητα

Tzouvanos_01-smallΕν μέσω πολιτικών εξελίξεων, ανακυκλώσεων κι αδιεξόδων των τελευταίων μηνών, είναι ανάγκη να επανέλθουμε στο κεντρικό πολιτικό πρόβλημα και τα ευρωτεκταινόμενα που το πλαισιώνουν, προσπαθώντας να διαμορφώσουμε στοιχειώδεις όρους ευηκοίας. Η κατανόηση των πραγμάτων της περιόδου που όπως πάντα εμφανίζουν αντιφατικές και συγκεχυμένες όψεις, αλλά κυρίως η έμπρακτη συμμετοχή στη διεξαγόμενη κοινωνικο-πολιτική μάχη απαιτούν μια τέτοια αποσαφήνιση...

...Ιδίως όταν στό πλαίσιο της μάχης αυτής η συστημική συσκοτιστική προσπάθεια εντείνεται, συναντώντας κάποιες κοινωνικές αντιστάσεις αλλά κυρίως συναντώντας κι αξιοποιώντας την ιδεολογοπολιτική βαβέλ της κοινωνικής συνείδησης. Στη βαβέλ αυτή, εύκολα μπορούν να εντοπιστούν τα κύρια ιδεολογικά στοιχεία που διαμορφώνουν τα όρια στον κοινό Λόγο και Πράξη, και που μπορούν να συνοψισθούν στη νεωτερική αλλοτρίωση που διακατέχει την κοινωνική συνείδηση, αν και η αργή χειραφετητική διαδικασία φαίνεται να ‘χει ξεκινήσει. Ο μηχανοϋλιστικός θετικιστικός προοδευτισμός σε διάφορες παραλλαγές και διαβαθμίσεις, διεσπαρμένος στο αλλότριο ιδεολογοπολιτικό τοπίο της «δεξιάς-κεντρώας-αριστερής» πολιτικής γεωγραφίας, έχει σωστά ως τώρα στοχοποιηθεί απ' τις πιο προχωρημένες φωνές - καταγράφονται έτσι τα πρώτα σημαντικά απ-αλλοτριωτικά βήματα.

Δυσκολότερα μπορεί να επισημανθεί ένα επίσης βασικό ιδεολογοπολιτικό στοιχείο ως οριακός παράγοντας, ιδιαίτερα όμως κρίσιμο αφού ακριβώς αφορά τις πιο προχωρημένες αυτές φωνές, επομένως και το όριο των κοινωνικών προσανατολισμών ευρύτερα, δηλ. το όριο της έμπρακτης κριτικής-συμμετοχής στα πράγματα. Πρόκειται για την έλλειψη πολιτικότητας στο χώρο της (μη στενοκομματικής) Διανόησης, την αδυναμία δηλαδή να κατανοηθεί εκεί οτι η αξιοποίηση (έμπρακτη αξίωση) των ιδεολογικών κατακτημάτων, αλλά και η περαιτέρω εν κοινωνία ανέλιξή τους, συντελείται στο πεδίο του Πολιτικού και δη στο ειδικότερο έδαφος της πολιτικής εξουσίας. Δεν πρόκειται εδώ για την ειδικότερη (κι αναγκαία, περαιτέρω) στάθμιση των διαλεκτικών βημάτων ανάμεσα στα της ιδεολογίας και της πολιτικής, σε διάκριση μάλιστα απ' ο,τι αλλοτριωτικό, συστημικοδιαχειριστικό, ή τακτικομετωπικό θεωρείται «πολιτική». Ούτε για τις αποστάσεις απ' την υπερβολική πολιτική τριβή που υπαγορεύει ο αναγκαίος εργασιακός καταμερισμός κι ο αντίστοιχος φόρτος ακαδημαϊκών, θεωρητικών, καλλιτεχνικών κτλ. καθηκόντων. Πρόκειται για τη συνολική παράκαμψη της πολιτικής, εν μέσω άγνοιας, θεωρητικισμού, εκλεκτικισμού, ναρκισσιστικής ιδεο-λογίας, παράκαμψη που συνοδεύεται συχνά από «πολιτικές παρεμβάσεις» που η αστοχία τους συναγωνίζεται την προκαλούμενη σύγχιση όσο και την δια ψευδοπολιτικού αρραβώνος απόκρυψη (κι αυτο-απόκρυψη) της ίδιας αυτής ταυτότητας ως α-πολιτικής. Iδιαίτερα, αν κι όχι αποκλειστικά, για το μείζον τμήμα της ανώτερης διανόησης, πρόκειται για την επιλογή ρόλων με κριτήριο όχι την προσωπική σύν-ταξη στο κοινωνικό σώμα και τις ανάγκες του (κοινωνική οργανοποίηση της διανόησης) αλλά την διασφάλιση καθεστωτικών επάθλων (ψευδο-διακρίσεων, καταχρηστικά αυθεντικού λόγου, προνομίων κτλ.) σε προστατευμένους χώρους τομεακής καριέρας, όπως υπαγορεύει κι ο καθεστωτικός κοινωνικός κατακερματισμός. Φυσικά η αυτεπίγνωση για όλα αυτά, οι πιέσεις των περιστάσεων, η εν υποβάθρω ψυχοπαθολογία, το ταρατατζούμ κατά περίπτωση πάθος του ευκολοκάπηλου μπαλκονιού, η ανυποψία ότι εισήλθαμε σε εποχή αποκαλύψεων που δεν κωλώνει μπροστά σε παντοειδή φο-μπιζού, η γκάμα στην κατεύθυνση του καλάμου (απ' τα δεξιότατα ως τ' αριστερότατα...), η αμεσότητα κι ο βαθμός υπαλληλοποίησης στην υπηρεσία βαρβαραγράμματων πολιτευτών, κτλ. ποικίλουν εντός του αξιοσέβαστου αυτού σώματος. Όπως ποικίλουν και τα ουσιαστικά και πολύτιμα πνευματικά άρματα που διαθέτει (προς κοινωνική αξιοποίηση, δηλ.) ο έρμος αυτός χώρος πλάϊ στα σκουριασμένα του, αυτά που χρειάζονται σφυριές - απ' οπουδήποτε βεβαίως.

Η πρόθεσή μας εδώ δεν ήταν μια συνολική κριτική στη διανόηση - το θέμα αυτό, μάλιστα πέραν αναμασημένων κι αναποτελεσματικών επισημάνσεων, έχει μέλλον και ορισμένως προτεραιότητα στην αρχόμενη διαδικασία έπαν-υποκειμενοποίησης της κοινωνίας, αλλά δεν αφορά αυτό το άρθρο. Η πρόθεσή μας ήταν να γίνουν οι απαραίτητες ελάχιστες νύξεις ώστε να καταστεί εν συνεχεία δύσκολο το «πνευματικό κρυφτούλι» που παίζουν θεωρητικοί, τηβενοφόροι, παπαδεροί, τεχνοθεραπευτές κτλ. ενώπιον της πολιτικής και των κεντρικών της επίδικων, διαφεύγοντας προς το πουθενά. Μια τέτοια διαφυγή - οποιασδήποτε μορφής, απ' τη θορυβώδη σιωπή έως τον σχολαστικό αντίλογο στον ψαχνό λόγο - επιδιώκουμε να αποτρέψουμε εδώ, για τις ανάγκες και τους στόχους αυτού του άρθρου. Κι αυτό, γιατί είναι πλέον καιρός να γίνει συζήτηση πολιτική, πράγμα δύσκολο για την εν πολλοίς απολιτική και ξενερωμένη σε τέτοιους τόπους διανόηση - και είναι η πολιτική συζήτηση κάτι πολύ περισσότερο απ' τη συζήτηση ή τα άσφαιρα σχόλια για την πολιτική, όπου και το στοιχείο της, οι ψευδοκοινωνικοί ρόλοι της και η υπαρξιακή χαρά της.

Χρειάζεται εδώ, χωρίς περιστροφές, να τονισθεί οτι τα κοινωνικά ζητήματα είναι πάντοτε πολιτικά, έχουν δηλαδή ως οργανική την πολιτική τους όψη. Κι αυτό, οχι μόνον με την έννοια των πολιτικών καταστάσεων στις οποίες κοινωνικές σχέσεις και προσωπικοί προσανατολισμοί αναπτύσσονται, ανεξάρτητα απ' το γεγονός οτι το κινούν άνω-θρώσκον στοιχείο, ως υπεριστορικό χάρισμα στον άνθρωπο δεν ανάγεται στην πολιτική. Αλλά κυρίως με την (συνακόλουθη) έννοια ότι οι όποιοι ιδεοπροσανατολισμοί οφείλουν να διαθέτουν ως στοιχείο διαρκούς ανθρώπινης απ-αλλοτρίωσης, το πολιτικό τους «δια ταύτα», την έμπρακτη-αξιωτική τους πραγμάτωση-μεταγραφή στο πεδίο των βιούμενων σχέσεων, δηλ. στο πεδίο του «φυλασσόμενου πολιτεύματος». Φυσικά η πολιτικότητα (με την ως άνω έννοια) στην ανθρώπινη κατάσταση, δεν εξαντλείται στο θέμα της πολιτικής εξουσίας - ο χώρος πράξεων και σχέσων, χώρος πολιτικός, είναι ευρύτερος. Ομως, ακόμα και σε περιπτώσεις (ιστορικές συγκυρίες) που ο χώρος αυτός μπορεί να προσφέρεται κυρίως εκτός του πεδίου της πολιτικής εξουσίας, παραμένει πολιτικός και σε στενή σχέση με την πολιτική εξουσία, εσαεί σχέση μεταπλαστική (με το καλό ή με το άγριο, άμεσα πολιτικά ή ιδεοπολιτικά κτλ), σχέση δηλ. απ-αλλοτριωτική.

Η πολιτική ως εκ τούτου δεν αφορά συγκυριακό συμπλήρωμα πνευματικών ασκήσεων ορθοτόμησης, ούτε παίγνιο οδήγημα αυτάξιων θεωρημάτων, ούτε βέβαια αποτελεί τα μάταια ή εκφυλισμένα περίχωρα οποιουδήποτε αναχωρητικού ψευδαναπληρώματος. Αποτελεί έμπρακτο ανθρωποποιητικό στοιχείο, στα εσώτερα του οποίου οφείλεται εντρύφηση, βάσανος και μαθητεία, μακράν παντός είδους παγανιστικών υπεκφυγών, οι οποίες και χαρακτηρίζουν ιδιαίτερα τα πλέον «πνευματικά» διαμερίσματα της διανόησης - τα μαρξικά περί οπίου του λαού δεν είναι τελείως άστοχα. Ετσι πχ. οφείλει να δει κανείς ότι η «πνευματικότητα» έχει αντίκρυσμα στο άμεσο δια ταύτα, αν κι όχι με όρους ουράς του γνωστού «μαζικού κινήματος». Ομοίως ότι η «καρτερία» επέχει θέση έμπρακτης ελπίζουσας επιμονής κι αποτελεί στοιχείο οικονομίας των πρακτικών (= πολιτικής, εν χωροχρονική συγκυρία), κι οχι στοιχείο αποδοχής απάνθρωπων καταστάσεων με άλλοθι τα πολύμορφα ξόρκια. Ομοίως, ότι η επί γης ειρήνη διέρχεται δια μαχαίρας ενδεχομένως, συχνά-πυκνά μάλιστα υπο σταυρονικηφόρα λάβαρα - το θέμα της αναγκαίας οικονομίας εδώ απαιτεί φώτιση μεν, περί την πολιτική δε.

Επαναλαμβάνουμε ότι οι παρατηρήσεις αυτές, σκοπό έχουν την υπογράμμιση της ανάγκης της πολιτικής, ιδιαίτερα σε τμήμα της διανόησης το οποίο ανθρωπολογεί (κι όχι μόνον) έχοντας πραγματοποιήσει πολύτιμες καταθέσεις, απέχει ωστόσο της πολιτικής (ουσίας) και της αναγκαίας προβληματικής, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο τόσο στην αναπαραγόμενη βαβέλ όσο και στην αλλότρια εξουσία. Τουτέστιν μέγα κρίμα - ως κάθε εθελούσιος μισός λόγος - αφού μάλιστα απ' τους κόλπους της διανόησης αυτής εκπορεύεται η πιο καταλυτική ιδεοκριτική στο αλλοτριωτικό χάλι του καιρού μας.

2. Ξανά στο Κεντρικό Πολιτικό Ζήτημα

Στο χώρο που τα παραπάνω ενδεχομένως βοηθούν την απαραίτητη πολιτική επικέντρωση να αναπνεύσει, θεωρούμε οτι σύμπασα η κοινωνία και κατά εύλογη προτεραιότητα η διανόησή της οφείλει μιά απάντηση στο εξής ερώτημα. Ποιό είναι το Κεντρικό Πολιτικό Αίτημα της περιόδου ;

Πριν απαντήσουμε σ' αυτό θα σημειώσουμε ακόμα κάποια πράγματα. Μιλούμε για Πολιτικό Αίτημα, ανεξάρτητα απ' τα παράλληλα ή ορισμένως προαπαιτούμενα ιδεολογικά, θεωρητικά κτλ. βήματα (πχ. ελάχιστη κατανόηση της κρίσης όχι μόνο στις πολιτικές ή οικονομικές αλλά και στις πολιτισμικές, ιδεολογικές κτλ. διαστάσεις της, συνολικότερες αναθεωρήσεις, ελάχιστες ειδικότερες επεξεργασίες κτλ.). Και μιλούμε για Κεντρικό Αίτημα, με υπ' όψιν οτι η πολιτική δεν ανάγεται μέν σε ένα μοναδικό Αίτημα, στο βαθμό όμως που αφορά την Εξουσία, ακριβώς ανάγεται στην έξαρση ενός Κεντρικού ζητήματος περί το οποίο οι κοινωνικές δυνάμεις συγκλίνουν εν ετερότητι κατά τα άλλα, τόσο συνεισφέροντας στο ειδικότερο περιεχόμενό του, όσο και ανατάσσοντας τά αλλότρια αλλά και νοηματοδοτώντας τα ανθρώπινα πλήν εν πολλοίς έωλα άνευ αυτού προτάγματά τους.

Περαιτέρω, ο προσδιορισμός του Κεντρικού Πολιτικού Αιτήματος, έχει θεωρητικά, εμπειρικά και μεθοδολογικά προαπαιτούμενα, τα οποία δεν θα μας απασχολήσουν εδώ όπου και θα αρκεστούμε στις εξής επιγραμματικές επισημάνσεις :

α) Προαπαιτεί ορισμένη χειραφέτηση απ' τα αρτηριοσκληρωτικά-κανονιστικά-φαρισαϊκά ενός πολύμορφου συντηρητισμού, καθως κι αντίστοιχη χειραφέτηση απ' τα χυδαιοϋλιστικά, ψευδοστρατηγικά και τακτικομετωπικά ενός κακοποιημένου μαρξισμού κι ενός πολιτικού προοδευτισμού-κεϋνσιανοφιλελευθερισμού που βγάζει φλάς αριστερά και στρίβει δεξιά, εγκλωβισμένου στην Δ-Κ-Α πολιτική γεωγραφία, κι ανύποπτου για την ανάγκη και δυνατότητα διεξόδου επι τα άνω.

β) Απαιτεί ανοχή στην αναγκαία ετερότητα των απόψεων αλλά και ρήξεις εν ενότητι, πάντοτε στην προοπτική αναδιατάξεων κρίσιμων για την όντως σύγκλιση, με όρους θεωρητικού διαλόγου κι εμπειρικής κριτικής.

γ) Απαιτεί ειδικότερη θεώρηση των διεθνών κι εθνικών κοινωνικών και οικονομοπολιτικών πραγμάτων της περιόδου - στα ζητήματα αυτά έχουμε εκτενώς αναφερθεί αλλού, καθώς και ειδικότερα στο «Αντίφωνο» σε 2 παλιότερα άρθρα μας.

δ) Οπως κι αν έχει ο προσδιορισμός του Κεντρικού Πολιτικού Αιτήματος, αυτό τελικώς τοποθετείται εν πολλοίς σε αντιδιαστολή με τις αντιπροτεινόμενες εναλλακτικές του, εν οικονομία ορισμένως πλην χωρίς να αφήνει περιθώρια παρελκύσεων. Μ' άλλα λόγια, το Κεντρικό Πολιτικό Αίτημα είναι μεν το πλέον ενοποιητικό δυνάμει, αλλά και το πλέον διαγκωνιστικό (εγείρον αξιώσεις ηγεμονίας, κι ούτως ενοποιητικό, κι ουχί δια μπακαλοπαζαριών) μεταξύ σχετικών εναλλακτικών. Φυσικά αυτό δεν τεκμηριώνει το δίκιο του πιο καυγατζή, αλλά το αδιέξοδο του γλυκανάλατου στασιμοπληθωριστικού πολυλόγου που αξιώνει καθεστωτική διαιώνιση.

ε) Το Κεντρικό Πολιτικό Αίτημα δεν αφορά την ψευδεπιστήμη των αντικειμενικών νομοτελειών ούτε την ψευδεκλογίκευση ενός υποκειμενίστικου-εγωϊστικού βολονταρισμού, ούτε ιστορικούς συμβιβασμούς ανάμεσα στα «εσχατέλεια» και τα «ανώριμα», ούτε εκλεκτικισμούς και τυπολογίες «ιδανικών» φαντασιώσεων. Αφορά το βλέπω-θέλω του υποκειμένου, εν κοινωνία και προσωπική ευθύνη, όπου και οι αστοχίες εγγράφονται εξ ορισμού στα προκαταρκτικά της ευστοχίας και της διεξόδου.

Το Κεντρικό Πολιτικό Αίτημα (Ζήτημα) σήμερα, αφορά το Πολιτικό Σύστημα, δηλ. την απ-αλλοτρίωσή του σε βάθος. Πρόκειται για Δημοκρατική στόχω και μεθόδω αλλαγή του πολιτικού συστήματος σε βάθος -για άλμα Βαθειάς Δημοκρατίας- με βασικό επίδικο την εκτεταμένη απ-αλλοτρίωση των εκπροσωπευτικών θεσμών σε πολιτειακό και (πολυ)κομματικό επίπεδο. Σχετικά με το αναγκαίο-εφικτό βάθος δήμευσης της αλλότριας εξουσίας και τις ειδικότερες σχετικές θεσμίσεις προς τούτο, έχουμε αναφερθεί αλλού αναλυτικότερα. Εδώ θα επαναλάβουμε απλώς οτι το ζήτημα τίθεται ως «Εδώ και Τώρα», ως άμεσο ζήτημα για τη διανυόμενη περίοδο της κρίσης, δηλ. ως αναγκαίο βήμα για την ουσιαστική απόδοση κάθε άλλης κοινωνικής προσπάθειας (περιλαμβανομένων των θυσιών και της απάντησης στην οικονομική κρίση), ως αναγκαίο κεφαλόσκαλο στην εθνική (και διεθνή, συνακόλουθα) κοινωνική απάντηση στα συστημικά αδιέξοδα, κι ως άμεσο εφικτό στοίχημα στους διαμορφούμενους διεθνείς κι εθνικούς όρους.

Περισσότερο απ' την αναλυτικότερη αναφορά στο περιεχόμενο του Αναγκαίου Πολιτικού Συστήματος (αναφορά που, επαναλαμβάνουμε, έχει γίνει σε προ καιρού αρθρογραφία) το ζήτημα αποσαφηνίζεται μέσα απ' τις αντιδιαστολές του. Πράγματι, ενώ ως κεντρικός πολιτικός ελκυστής, συνδέεται πολύμορφα με μια σειρά αναγκαία, επισημαινόμενα και ανατακτέα της πολιτικής, το πρόταγμα του αναγκαίου πολιτικού συστήματος αντιδιαστέλλεται αποφασιστικά από διακινούμενα εναλλακτικά πολιτικά προτάγματα. Και η αντιδιαστολή αυτή είναι αναγκαία, είτε τα προτεινόμενα αυτά διατυπώνονται με επίγνωση ότι προτείνονται ως κεντρικά αιτήματα, είτε (συνηθέστερα) αποτελούν στοιχεία μιας χύμα πολιτικολογίας και πολιτικοπραξίας. Θα ξεκαθαρίσουμε λοιπόν ότι το κεντρικό πολιτικό ζήτημα, ως αφορά την αποψή μας, αντιπαρατίθεται με σαφήνεια σε στοχεύσεις για επιστροφή στην «εθνικολαϊκή» παροχο-αντιδεξιά πολιτεία, ή για εγκατάσταση μιας (δήθεν, τελικώς) εκλογικευμένης-εκσυγχρονισμένης-δικαιοκρατικής-αποτελεσματικής αλλοτριεξουσίας ή τέλος στην «πραγματική αλλαγή» τύπου σταλιναριστεράς σε όλες τις παραλλαγές της. Αντιπαρατίθεται επίσης με σαφήνεια σε τυπολογικού χαρακτήρα φαντασιώσεις, επιστημονικοφανώς ή κινηματικά διατυπωμένες, όπως η «real democracy», η «άμεση δημοκρατία» ή «το ιδανικό πολίτευμα». Αντιπαρατίθεται τέλος σε μια σειρά εναλλακτικές επικεντρώσεις όπως η μεταξύ καπηλείας κι αφασίας επικέντρωση στην «εθνική ανεξαρτησία», οι βυζαντιναταβισμοί «βαλκανοκοινοτικού» τύπου, η αυτοκτονική και καθεστωτικότατη επικέντρωση στο «αντιμνημονιακό μέτωπο», η κλεπτολαϊκιστική επικέντρωση στα «αντικλεπτοκρατικά» η μιζεροψυχάρικη και τακτικίστικη επικέντρωση στον «αντιγιωργακισμό» κι ακόμα μια σειρά περιφερειακές, εκτρεπτικές και σαφώς (μικρο)υποκειμενίστικες επικεντρώσεις σε πιασιάρικα δημοψηφίσματα, «προεδρικές δημοκρατίες» κτλ.

Η άνω αντιπαραθετική σκιαγράφιση του προτεινόμενου προτάγματος, καθόλου δεν απαξιώνει ασυζητητί ο,τιδήποτε σχετικό κατατίθεται, δεν κρύβει όμως ότι διεκδικεί χαρακτήρα κεντρικού πολιτικού ελκυστή με τα εναλλακτικώς ή άλλα προτεινόμενα να αφομοιώνονται εκεί καταλλήλως. Κάτι τέτοιο ίσως δημιουργεί αισθήματα αγανάκτησης στους σεμνότυφους, τους απολιτίκ φιλελελεύθερους και τους αποψίες κάθε είδους και ψυχολογίας. Όμως, με κάθε σεμνότητα αλλά και διάθεση υπευθυνότητας απέναντι στα πράγματα, πρέπει να πούμε ότι είναι καιρός στη χώρα να μιλήσουμε πολιτικά με σοβαρότητα. Κι αυτό ουσιαστικά σημαίνει κυρίως επιδεκτικότητα αναθεωρήσεων εντός του διαμορφούμενου υποκειμενικού σώματος, ισηγορία κατ' οικονομία και σε πλήρη σύνδεση με την ανάγκη των αναθεωρήσεων, ενώ φυσικά κάθε αξίωση ατεκμηρίωτης αυθεντίας ή και ισοκυρίας λόγου πρέπει να τελειώνει το ταχύτερο ως αντιεπιστημονική κι αντικοινωνική.

3. Τα Πώς, και τα Βάρη

Υπάρχει φυσικά περαιτέρω, όπως σε κάθε πολιτική πρόταση, το ζήτημα του Πώς, του πώς δηλ. όντως κάτι τέτοιο μπορεί να πραγματοποιηθεί (επιβληθεί απ' την κοινωνία). Σημειώνουμε κατ' αρχήν ότι οι ίδιες οι δημοκρατικοσυμμετοχικές προδιαγραφές του Τί μπορούν (δυνάμει, πάντοτε, εντός της περιόδου ωστόσο) να εξασφαλίσουν τη μείζονα κοινωνική στήριξη συγκριτικά με οποιαδήποτε εναλλακτική διεξόδου, σε εθνικό και διεθνές πλαίσιο, όπως μπορούν να πιστοποιήσουν οι ΚΑΤΑΛΛΗΛΕΣ αναγνώσεις των κοινωνικών διαθέσεων και των διεθνών συστημικών αδιεξόδων - κι εδώ έχουμε αναπτύξει αλλού τις απόψεις μας. Παρ' όλα αυτά, το ως άνω «δυνάμει» δεν αγνοεί εγχώριες και διεθνείς αντιστάσεις, ακόμα και «φίλιες» της αλλοτρίωσης και της σχετικής πέριξ πολιτικής ψυχοπαθολογίας. Εδώ, είναι κρίσιμος ο ρόλος της Διανόησης (δηλ.του καθενός εκ του πληρώματός της, προσωπικά) σε ένα ανιόντα κι επαναληπτικό κύκλο Απαντήσεων, Κοινωνικού Προσανατολισμού, κι Επανάθεσης του ερωτήματος του ΠΩΣ απ' την κοινωνία, με όρους που επιδέχονται λιγότερο «δυνάμει» και περισσότερο «απτές» απαντήσεις. Στον κύκλο αυτό, ειδικότερα όσο και κρίσιμα ζητήματα, ιδιαίτερα δε το ζήτημα της πολιτικής άρθρωσης του υποκειμένου στο πολυκομματικό τοπίο, οφείλουν την ανάλογη θεωρητική και πολιτική διερεύνηση, σε απόσταση απ' το «σωστό κόμμα» αλλά και το άναρθρο κίνημα. Ας σημειωθεί επίσης, οτι το ΠΩΣ αυτό στις λεπτομέρειές του συναρτάται και με ειδικότερες συγκυριακές εξελίξεις των οποίων η πρόβλεψη δεν είναι τάξης θεωρίας ή και στρατηγικής κι οπωσδήποτε η αξιοποίηση τους συναρτάται με την ανάδυση πλέον (αξι)έμπιστων πολιτικών μορφωμάτων και κοινωνικών ηγεσιών.

Παραμένει φυσικά το ερώτημα αν η Διανόηση μπορεί να αναλάβει ένα τέτοιο ρόλο. Υπάρχει εδώ μια θεωρητική απάντηση και μια ειδικότερη εκτίμηση των πραγμάτων. Η θεωρητική απάντηση είναι πώς η Διανόηση οχι μόνον μπορεί να προσανατολίσει πολιτικά την την κοινωνία, αλλά κι οτι μόνον έτσι μπορεί ουσιαστικά να ορισθεί ως οργανική. Περαιτέρω η δυνατότητά της αυτή τεκμηριώνεται ιστορικά αλλά και νομιμοποιείται (ανα)θεωρητικά, πάντα απ' την άποψη μιας (αναγκαίας) θεωρίας που δεν παρακάμπτει ούτε την κοινωνική συνείδηση (άρα και το στοχασμό) ούτε την ανθρώπινη ελπίδα (αρα και το μισογεμάτο, αντί μισοάδειο, της διανόησης) ως βασικές παραμέτρους της κοινωνικής πορείας, ό,τι κι αν λέει ο ψευδοταξικός μηχανο-θετικισμός. Μια τέτοια απάντηση βεβαίως ούτε θεωρεί «ενιαία κι ομοφρονούσα» τη Διανόηση, ούτε αγνοεί τις ανάγκες προηγούμενων εσωτερικών ρήξεων κι οργανοποίησης τού εν πολλοίς αλλοτριωμένου πληρώματός της, ούτε θεωρεί μονοσήμαντη την αλληλεπίδραση Διανόησης και ευρύτερης Κοινωνίας. Το θέμα αναλυτικότερα, και δή οχι τόσο το άν αλλά κυρίως το ΠΩΣ θα πειθαναγκαστεί η Διανόηση να αναλάβει τα βάρη που της αναλογούν, δεν αφορά το παρόν άρθρο, ενώ ασφαλώς αποτελεί βασική πτυχή μιάς (ανα)θεωρίας υποκειμενοποίησης (και πολιτικής, εννοείται). Μια τέτοια θεωρία αναγκαιεί για την επόμενη περίοδο - εδώ πέρα απ' τα παντοειδή κλασικά κείμενα έχουν ήδη κατατεθεί κι από σύγχρονους έλληνες στοχαστές (πχ. Θ. Ζιάκας) σημαντικότατα προλεγόμενα στο ζήτημα, ενώ κι ο γράφων ίσως επιχειρήσει εν καιρώ ορισμένη σημειακή συνεισφορά, κατά δύναμη.

Η ειδικότερη εκτίμηση σχετικά με την ετοιμότητα της Διανόησης για πολιτικά προσανατολιστικό ρόλο στην τρέχουσα συγκυρία είναι λιγότερο επαινετική. Πράγματι η ελληνική Διανόηση (και η Διεθνής, οπωσδήποτε) την περίοδο που προηγήθηκε απ' την κρίση και μερικές δεκαετίες πρίν έχει σημαντικές καταθέσεις στοχασμού, τουλάχιστον σε μια μικρή μειοψηφία εκπροσώπων της. Εξ όσων όμως γνωρίζω, την περίοδο της κρίσης, της ραγδαίας επιτάχυνσης του πολιτικού χρόνου και της ιδιαίτερης ανάγκης προσανατολισμού, η συνεισφορά της υπήρξε πενιχρή. Φυσικά, οι επεξεργασίες που είχαν προηγηθεί επέτρεψαν να τεθούν στο ευρύτερο ακροατήριο που διαμόρφωσε η κρίση ερωτήματα κι απαντήσεις ανθρωπολογικής ουσίας με άμεσες επεκτάσεις στα τεκταινόμενα και πρακτέα. Ιδιαίτερα τα ζητήματα του κοινωνικού ξεσαλώματος που προηγήθηκε και που απαιτεί ανατάξεις εν γένει, έχουν κινηθεί μερικώς στον Κοινό Λόγο, είτε στη συνέχεια των άνω επεξεργασιών είτε μέσα απ' το ανεξάρτητο μισοξύπνημα μέρους της μεσαίας διανόησης, αν και συχνότερα με την επικίνδυνη μορφή της ηθικολογίας. Σε κάθε περίπτωση όμως, περαιτέρω, η Διανόηση απέτυχε πλήρως ως τώρα να θέσει με ευκρίνεια το Κεντρικό Πολιτικό Ζήτημα, όπως φυσικά απέτυχε παταγωδώς να προτείνει μια διέξοδη Οικονομική ματιά. Πριν θυμίσουμε, για καλό σκοπό βεβαίως, τα σχετικά οικτρά, ας σημειώσουμε ότι το πιο πάνω «εξ όσων γνωρίζω» δεν αποτελεί απόπειρα ξεκαρφώματος εν συκοφαντία, παρά οφειλόμενη εξαίρεση σ' όσες τυχόν εύστοχες κι αδύναμες φωνές καλύφθηκαν μέσ' την οχλοβοή ή συνάντησαν τη δική μου τύφλα. Όπως και να ‘χει, Πολιτικές προτάσεις κοινωνικά προσανατολιστικές-αποδεκτές-εφικτές και ταυτόχρονα ανατακτικές κι επικίνδυνες για το καθεστώς, δεν περίσσεψαν - ούτε κι αυτιά.

Η ανετοιμότητα αυτή της Διανόησης δεν αφορά μόνον τις δυσκολίες μιας ιδεο-θεωρητικής παραγωγής που λίγο-πολύ επωμίζεται την ανάταξη ημαρτημένων άνω του αιώνος και την αποκρυπτογράφιση των δρόμων του νέου αιώνος. Ούτε περαιτέρω, τη «φυσιολογική» καθεστωτική συμπεριφορά μιας διανόησης του δηλωμένου φιλελεύθερου ατομισμού. Αφορά, ειδικότερα για το πιο παραγωγικό, ελπιδοφόρο κι οργανικό τμήμα της, το κρίσιμο αλλοτριωτικό στοιχείο της α-πολιτικότητας την οποία κι ενδύεται ο εν τω βάθει αλλότριος υποκειμενισμός για να αποφύγει τις αναγκαίες αναδιατάξεις που η πολιτικότητα συνεπάγεται, αναδιατάξεις που θίγουν άμεσα τα υπαρξιακά εκεί χαζοstatus. Βεβαίως σε τμήματα της διανόησης αυτής (όπως πχ. ορισμένως σε κομματικά τμήματα) α-πολιτικότητα, τουλάχιστον με κάποια έννοια, προφανώς δεν μπορεί να καταλογισθεί. Πράγματι, ο κομματικός υποκειμενισμός, ενδύεται την πολιτικότητα, εξ ού και οι πολιτικές πλατφόρμες που εκπορεύονται από κει όζουν στενοκομματισμό, κολλήματα και προσωπικές ματαιοδοξίες που πασχίζουν να συναντηθούν με τα κοινωνικώς αναγκαία (καταλλήλως μετασκευαζόμενα) για να λαθρεπιβιβαστούν επ' αυτών. Τέτοια πολιτικότητα.

Κλείνοντας το σημείο αυτό, διευκρινίζουμε ότι δεν επιχειρήσαμε εδώ μια ανατομία της ανετοιμότητας της διανόησης, μιας κι αυτή δεν αφορά το παρόν άρθρο, αλλά επιχειρήσαμε να επισημάνουμε δι ολίγων δυό βασικά (και συνδεδεμένα μεταξύ τους) σημεία απ' τα οποία περνά η άρση αυτής της ανετοιμότητας. Το πρώτο, που πολύ αδρά επισημάναμε, είναι τα απαραίτητα ιδεο-θεωρητικά, κυρίως όμως τονίσαμε το δεύτερο, την υπέρβαση του απολιτίκ σκηνικού της διανόησης που συνιστά και το πιο ζόρικο επίδικο, ακριβώς επειδή απαιτεί ξέβολες εσωυποκειμενικές αναδιατάξεις κι επιδεκτικότητες.

4. Αυτογνωστικές υπενθυμίσεις στα οικονομικά

Στα οικονομικά, οι νεοφιλελεύθερες εμμονές ενός αντικοινωνικού νοικοκυριού, όπως διακινήθηκαν από βολεμένους κι επιστρατευμένους τραπεζακαδημαϊκούς, είχαν σαν ισάξιο εν διαψεύσει αντίπαλο μόνον τα ακαδημαϊκά-λαϊκιστικά κεϋνσιανά της ουράς - μια άθλια αναπτυξιολογία όπως η πίσω απ' την κρίση επί δεκαετίες, που σώπασε παρέα με τα διεθνή νόμπελ μπροστά στα αδήριτα για ένα διάστημα, για να ξαναβγάλει κεφάλι τελευταία μέσα απ' τις στάχτες της διετίας - ο διανοούμενος παρασιτισμός της «άποψης» και της «εγκυρότητας» εν πλήρει δράσει. Αυτό που πρέπει να τονισθεί εδώ, για όποιον θέλει να δεί, είναι ότι ως τώρα δεν διαψεύσθηκε μόνον η «μνημονιακή πολιτική λιτότητας» αλλά κυρίως ο κεϋνσιανός αντίλογος σ' αυτή, βέρμπαλ κι έμπρακτος, μέσα απ' τον υπονομευτικό μηχανισμό της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Για την κατανόηση του κρίσιμου αυτού σημείου δε μπορούμε εδώ να σταθούμε αναλυτικά και πρέπει να παραπέμψουμε σε από 3ετίας αρθρογραφία μας (κυρίως «Κρισιολογία..» & «Λογαριασμός...» στο «Κρίση κι Απόκριση, 2010» - εκδόσεις & ιστοσελίδα «Φυλλομάντης» [1]). Αλλά και πέραν αυτού, ειδικότερα για τα «αντισυστημικά οικονομικά» έχει ήδη καταρρεύσει η «καζινοκαπιταλιστική» ερμηνευτική, τόσο μέσα απ' τις συστημικές εξελίξεις και πολιτικές που αυτές κυρίως πιέζουν αεριτζήδες και νταλάρες για αναγκαίες στο σύστημα «εξυγιάνσεις», όσο και κυρίως επειδή πρόκειται για «ερμηνευτική» κι όχι για «επί τα πρόσω θεώρηση» - σήκω Κάρολε να δεις τα μυαλά της μη αλλαγής.

Πέρα απ' τις κομβικές αυτές διαψεύσεις, λαθρεπιβιώνουν μια σειρά οικονομοπολιτικά παραρτήματα στα διαψευσθέντα επιχειρώντας να τα νεκραναστήσουν ομού με το βιοτικό πρότυπο που συνεπάγονται ενώ δυστυχώς τα παραρτήματα αυτά έχουν κάποιο περιθώριο εφαρμογής, μιας και τα ψάρια δεν τσιμπούν άπαξ το δόλωμα. Ετσι, αριστερομπαγιάτικες δραχμοπροτάσεις, 32 ρεαλιστικές υπογραφές, (ξανά)αντί-υφεσιακές κουταμάρες και μίγματα (χειρότερα κι απ' αυτά των σαπιοκομματικών επιτελείων) αποκρύβουν την κοινή διάψευση του φιλελεύθερου δίδυμου (νεο-φιλελεύθερου και κεϋνσιανου) υπέρ ημετέρων ο καθείς, με το κρίσιμο κλίνον βάρος επαφιέμενο σε διάφορους πρετεντέρηδες. Πού και πού ψελίζει κανείς πως η κρίση απαιτεί πολιτική απάντηση - συνήθως εννοούν νερώνειο καθυσυχασμό του εμπιπραμένου πλήθους και κάποιον πολυκέφαλο σφετεριστή λαϊκής εμπιστοσύνης να τα συμμαζέψει επί τα αυτά, μιας και δε μπορούν να διανοηθούν υπέρβαση του συστήματος - εδώ κρίνεται η ουσία της «διανόησής» τους.

Αποσιωπούμενων των πράγματι διαψευσθέντων, αλλά και με τους πρώτους αμερικαναντίγραφους ψιθύρους τύπου «ρε τι είναι αυτά που λέμε» να σκάνε ακόμα και στη διδακτική βιβλιογραφία των ΑΕΙ, το κρυφτούλι συνεχίζεται. Με μικροεξαιρέσεις απ' όπου ακούγεται και κάτι πιο σοβαρό (πχ. Γ.Τσαμουργκέλης) η τηλεπαράθυρη ιδίως οικονο-διανόησή μας διέφυγε ήδη προς το επόμενο θέμα το οποίο - ερήμην της και σε πείσμα των επικεντρώσεών της - ανεδείχθη εκ των πραγμάτων, μιας και κακοφόρμιζε από καιρό. Όχι ανάπτυξη, αλλά Τι ανάπτυξη και Πώς, και ποιές (ανα)διαρθρώσεις πέραν των εκποιήσεων και πέραν του αντι-εκποιητικού παρασιτισμού. Διακινήθηκαν και διακινούνται αστειότητες εδώ που περιλαμβάνουν από πατατοφυτεύσεις στα μπαλκόνια έως τουριστική οικοδομική καταπατημάτων κτλ. όπως στο αναπτυξιακό παρελθόν, πλήν τώρα με επενδυτές τύπου σουλτάν-κατάρ, δηλ. στην πεπατημένη των ποδοσφαιρικών τεκταινομένων επί το ιλαροτραγικότερον. Οσο για τη συναπαραίτητη ρευστότητα, ήδη πολλοί της οικονο-διανόησής μας γνωρίζουν ότι τα σφιξίματα θα διαδεχθεί κάποια έξωθεν πακεταρισμένη ένεση - ήδη ο κακός Σόϊμπλε προανήγγειλε ενέσεις στον ευρωνότο. Μερικοί αρχίζουν να υποπτεύονται ότι οι μερκοζί ή οι διάδοχοί τους, για λόγους ευρω-συστημικής επιβίωσης (πολιτικοικονομικής πάντοτε, κι όχι γραμμικά οικονομοαρμεκτικής, ως παπαγαλίζουν οι οικονομίστικες αριστεραπλουστεύσεις) εργάζονται τόσο σε επιθετικό όσο και σε αμυντικό ταμπλώ - άλλο η εκάστοτε κατάληξη που είναι πάντοτε ένα ειδικότερο στοίχημα εν μέσω πολλών παραγόντων με τους ιθαγενείς παρεμβατικούς παράγοντες να έχουν το μέσο βάρος μεταξύ Καρατζαφέρη και ΠΑΜΕ. Για το λόγο αυτό η οικονο-διανόησή μας προεξοφλεί κερδοσκοπικά για την αυθεντία της, τα μελούμενα αναπτυξιακά κι αν δεν έρθουν ή ανεπαρκέσουν, πάλι δίκιο είχαν - τα λεγαν αυτοί. Τι έλεγαν και τι λένε ; Εξωστρέφεια και Συγκριτικά Πλεονεκτήματα, κι Εμπορευματική Ανάλωση δηλ. όσα ορίζει ο πυρήνας της συστημικής ανάπτυξης. (Θυμίζουμε ότι η αναπτυξιολογία των Συγκριτικών Πλεονεκτημάτων, σε πολλούς βαριούς τόμους ορίζει ότι η ανθρωπότης θα πάει μπροστά εάν η Αφρική βγάζει μαύρους, τα Ζωνιανά μαύρο, η Ελλάς γκαρσόνια και οικονομολόγους-γκαρσόνια και Ευρώπη η Μέρκελ). Εδώ ακριβώς θα καταγραφεί το νέο τους επιστημονικό Βατερλώ. Βεβαίως και υπάρχει οικονομοπολιτική εναλλακτική, κι εν προκειμένω η υπέρβαση του πεθαμένου δίδυμου «αυθεντία παπαγάλων + κοινωνική ψευδοδιαβούλευση» στο δίδυμο «ψαχνές επεξεργασίες + κοινωνικοπολιτική τους οργανοποίηση». Μιλούμε εδώ (και) για την αναδιάρθρωση της πενιχρής γνώσης τους στριμωγμένης στις συνταγές εξυγίανσης-ζήτησης, αποκομμένης απ' τα ζωντανά εξωσχολικά κι αδύναμης να στηρίξει στοιχειώδεις διαρθρωτικούς-παραγωγικούς σχεδιασμούς, εξ ου και τα εκάστοτε χρυσοχοϊδικα φύκια φαντάζουν μεταξωτά, μπροστά τους. Κι όμως, η οργανική (πολιτική) σχέση τους με την κοινωνία, αρχικά ως ακροατών, μπορεί να τους ανοίξει τα μάτια και να τους κάνει πυραύλους. Μόνον αυτά τα μίγματα άλλωστε μπορεί να αποτελέσουν το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, τα λοιπά είναι ήδη προς εκποίηση.

5. Αυτογνωστικές υπενθυμίσεις στα πολιτικά

Δεν χρειάζεται να θυμίσουμε πολλά για την κομματική και παρακομματική Διανόηση σ' ολο το κομματικό φάσμα. Η διάσωση του πολιτικού συστήματος μέσα απ' την επιλεκτική κριτική του στραμμένη επίσης εναντίον κομματικών αντιπάλων για ειδικότερους στενοκομματικούς στόχους, εξάντλησε την προσπάθειά της. Έχει όμως εδώ την ειδικότερη σημασία του ο ιδιαίτερος τρόπος που κινήθηκε ο ΓΑΠ ώστε θ' αναφερθούμε σ' αυτόν πιο κάτω αναλυτικότερα.

Ουσιαστικά η κομματική και παρακομματική διανόηση, υπό την παγκοινωνική απαξίωση και την πανμιντιακή στήριξη, προέβαλε σε διάφορα μίγματα και πολώσεις τις δυό νεκρές συστημικές γραμμές. Την ανάγκη νεοφιλελεύθερου νοικοκυριού και μνημονιακής προσαρμογής και τα αντιμνημονιακά του κεϋνσιανού παρασιτισμού, διανθισμένα αναλόγως με εθνικές σωτηριολογίες κι εθνικές ή εθνικολαϊκές αντιτροϊκανές περηφάνειες. Οι παλινωδίες και ασυνέπειες περί τα προβαλλόμενα, η δημαγωγία και το θέατρο, οι παντοειδείς αρραβώνες, παντρειές και διαζύγια κατά την προσπάθεια διάσωσης του πολιτικού συστήματος, είναι γνωστά και τρεχούμενα, ώστε εδώ θα κάνουμε κάποιες ειδικότερες υπενθυμίσεις που η σημασία τους μπορεί να διαφεύγει.

Θυμίζουμε πρώτα ότι η συναινετική-διασωστική γραμμή προεβλήθη απ' το ΠΑΣΟΚ και το ΛΑΟΣ λειτουργώντας και ως περίσφιξη και μεταφόρτωση βαρών στη ΝΔ. Η συναινετική περίσφιξη του ΠΑΣΟΚ υπό σύγχρονη απο-πόλωση κι επί τα άνω υπεύθυνη διέξοδο του πολιτικού συστήματος δεν βρήκε αρκετά ερείσματα στο πολιτικό σύστημα. Το ΚΚΕ, τελικώς μετά από σκέψη κι εν αδυναμία υπερβάσεων, και ο ΣΥΝ της άγριας κεϋνσιαριστεράς πλειοδοσίας βολεύτηκαν στα της καθεστωτικής αντιπολίτευσης με σημαία το αντιμνημόνιο, αν και το ΔΗΜΑΡ απόσπασμα του τελευταίου επέλεξε τη γραμμή της κεϋνσιανής ημι-συμπολίτευσης. Γενικώς η αντιμνημονιακή αριστερά αρνήθηκε εν ιδεοπολιτική αδυναμία να σταθεί υπεύθυνα στην κρίσιμη συγκυρία, αρνήθηκε να ορίσει διέξοδα την πολιτική ατζέντα πέρα απ' τη γραμμή μνημόνιο-αντιμνημόνιο (νεοφιλελευθερισμός-κεϋνσιανισμός) και να αναλάβει ευθύνες κοινωνικής οδήγησης, καιροσκοπώντας στην πρόσκαιρη, θνησιγενή κι αδιέξοδη ψηφοθηρία. Οι αναφορές στο πολιτικό σύστημα εξαντλήθηκαν σε όσα σάπια γνώριζε πλέον κι ο τελευταίος πολίτης και σε παρέλκυση του θέματος στις ευθύνες του δικομματισμού και στην ανάγκη να «αλλάξουν οι πολιτικοί (κομματικοί) συσχετισμοί». Οσάκις αναφέρθηκαν σε αλλαγή πολιτικού συστήματος, εξ ανάγκης φυσικά μιας κι ο όρος επεβλήθη κόντρα στις επιδιώξεις τους (πχ. η Παπαρήγα, εξόχως «αντισυστημική», επέμενε για καιρό ότι ο όρος «πολιτικό σύστημα» δεν σημαίνει τίποτα), εννοούσαν τις μεταβολές δύναμης στο εσωτερικό του γνωστού Δ-Κ-Α κομματικού τοπίου. Το ΚΚΕ ωστόσο (νομίζει ότι) διέσωσε και τον ιδιαίτερο συστημικό του ρόλο ως ο προνομιακός εξορκιστής του «καπιταλιστικού συστήματος» που αναμένει τον κόκκινο Μάη. Δεν παρέλειψε παράλληλα να επιχειρήσει το καπέλωμα και την αφομοίωση του κινήματος των αγανακτισμένων εξ ου και η καλοκαιρινή σύγκρουση του ΠΑΜΕ με κάποια τμήματά τους στο Σύνταγμα με απολογισμό, πέραν του νεκρού συνδικαλιστή, τη δι' αγανακτισμένων ροπάλων συντριβή της κουκουέδικης αυτής απόπειρας.

Θυμίζουμε επίσης ότι η συναινετική-διασωστική γραμμή κινήθηκε σε δυό παραλλαγές, πάντα εντός του συστήματος, που κατέληξαν πάντως να αναμιχθούν υπό την κοινωνική πίεση που συμπαρέσυρε και τη βουλή, ξεπερνώντας τις προθέσεις των εμπνευστών τους. Η μία αναγκάστηκε να δεχθεί ευθέως ότι ο «αντιδεξιός» πυλώνας του εθνικολαϊκού προοδευτισμού είναι σκέτο φούμαρο (γραμμή πολιτικής συγκυβέρνησης, πχ. ΓΑΠ) και η άλλη, ενδεικτική ενός χείριστου καιροσκοπισμού της κομματικής διανόησης, επεδίωξε αναβαπτιστικές αποστάσεις (τεχνοκρατική κυβέρνηση κοινής στήριξης, πχ. πρόταση Μ.Ανδρουλάκη).

Όλα αυτά, μαζί και το χωρίς εξαίρεση διακομματικό μέτωπο κατά του γιαουρτώματος, μαζί και οι προσπάθειες να τα φορτώσουν σε αποδιοπομπαίους τράγους, δεν κατάφεραν ως σήμερα να αντιμετωπίσουν την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, ούτε να διατηρήσουν επί κεφαλής της αμφισβήτησης τον καθεστωτικό συνδικαλισμό - η ΔΗΜΑΡ αναπληρώνει μερικώς την τελευταία αυτή αδυναμία. Πέτυχαν ωστόσο να εκτρέψουν σημαντικά την αναγκαία ανατακτική πόλωση σε εθνοδιχαστική πόλωση μνημονιακών-αντιμνημονιακών, δηλ. να την εντάξουν στα συστημικά όρια με κάθε έννοια. Συνακόλουθα η δημοκρατική απειλή για το Πολιτικό Σύστημα εκτρέπεται ήδη μερικώς σε κομματικό πολυκερματισμό στο εσωτερικό του, σε αναδιατάξεις συσχετισμών και σε στοιχήματα εσωτερικής ανασύνθεσης.

Ακριβώς οι εξελίξεις αυτές, δηλ. τα πολιτικά όρια του κοινωνικού κινήματος άνευ οργανικών οδηγών, υπογραμμίζουν τις ευθύνες της ευρύτερης Διανόησης που αυτοπροσδιορίζεται (ποικιλοτρόπως) ως οργανική, ιδίως της ανώτερης. Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να αποτιμηθεί ο έως τώρα πολιτικός της λόγος, όχι προς απόδοση ευθυνών μεθεορτίως, αλλά προς αφύπνιση κατά τα όσα και πιο πάνω αναφέραμε. Διότι πρώτον, δεν είμαστε στα μεθεόρτια αφού τίποτα δεν έληξε και οι επερχόμενες εξελίξεις διατηρούν ανοιχτό το πολιτικό στοίχημα παρά τους μαιάνδρους του, και δεύτερον διότι πάντα τα αδιέξοδα και οι εγκλωβισμοί ανάγονται σε αιτήματα και κυοφορίες οδηγού λόγου - το ειδικότερο διαρκές στοίχημα είναι η έγκαιρη επάρκεια.

Ο Πολιτικός λόγος της Διανόησης στη διετία αυτή υπήρξε απογοητευτικός, γενικά. Θα εξαιρέσουμε εδώ, κατά κάποιο τρόπο, το Μίκη θεωρώντας αναγκαία μια ιδιαίτερη αναφορά πιο κάτω, για λόγους που θα φανούν. Ιδίως απογοητευτικός υπήρξε ο λόγος των καθ' ύλην ειδημόνων, δηλ. πολιτειολόγων, συνταγματολόγων, κοινωνιολόγων κτλ. Δεν έλειψαν επαναλήψεις παλιότερων σημαντικών πολιτειολογικών προσεγγίσεων (πχ.Γ.Κοντογιώργης) ή νέες σημαντικές πολιτικο-κοινωνιολογικές επισημάνσεις (πχ. Β.Καραποστόλης), ούτε οι υπό την πίεση των εξελίξεων βαθμιαίες αλλά κι οριακές μετακινήσεις πολλών απ' τον ανώδυνο σχολιασμό σε πιο καυτά ζητήματα (πχ. Ν.Αλιβιζάτος). Όμως γενικά, ο επίκαιρος πολιτικός λόγος εδώ εξαντλήθηκε σε αποσπασματικές κριτικές στοιχείων πολιτικής παθολογίας (επι μέρους συνταγματικές αστοχίες, παθογενείς ρυθμίσεις όπως ο νόμος περί ευθύνης υπουργών, ζητήματα διαπλοκής και διαφθοράς συνήθως στο κλίμα των media, κτλ.), δευτερεύοντα ζητήματα διοικητικής ανεπάρκειας (όπως φορολογικής πολιτικής κι εφαρμογής της, προβλήματα συμπεριφοράς πολιτικού προσωπικού κτλ), ζητήματα στενής κυβερνητικής ή επιλεκτικής κομματικής κριτικής, νομικισμούς περί τα μνημονιακά, εθνικοανεξαρτησιακά κοινατοπήματα, αντιμερκελικούς εξορκισμούς, και ορισμένως σε άκομψη και άστοχη προβολή πολιτειακών προτύπων ιδιαίτερα χρήσιμων στη θεωρησιακή ματιά πλην όμως ως εκεί. Το Πολιτικό Σύστημα θίχτηκε με τρόπο που πάντα παραπέμπει σε επί μέρους άνω παθολογικά στοιχεία, κι όχι ως Κεντρικό Ζήτημα στο οποίο οφείλει να προσανατολιστεί η κοινωνική πίεση άμεσα και συγκλινόντως, με τις ειδικότερες επεξεργασίες να υποστηρίζουν και τεχνικοπολιτικά την αντίστοιχη ΠΟΛΙΤΙΚΗ παρέμβαση. Αν ανατρέξει κανείς στη βιβλιογραφία ή αρθρογραφία της περιόδου, θα συναντήσει άραγε κάτι που να ξεπερνά τις όποιες κριτικές, τις ενδοσυστημικές βελτιώσεις και τους κοκκινομαγιάτικους αντικαπιταλισμούς, ως πολιτική πρόταση εφικτή, δημοκρατική και τρομακτική για το καθεστώς ;

6. Διανόηση, Αγανακτισμένοι και Κοινός Λόγος

Αλλά πέραν αυτών, πώς στάθηκε ο διανοούμενος-πολιτικός λόγος απέναντι όχι μόνο στο σοβούν κοινωνικό αίσθημα αλλά και στο κοινωνικό ξέσπασμα ; Πώς στέκεται απέναντι στις σημερινές α-συντεχνιακές κινητοποιήσεις στη χώρα, τι έχει να πει στο παράλληλο ή αλληλέγγυο στην Ελλάδα κίνημα ανά τον κόσμο ; Πώς στάθηκε απέναντι στο μεγάλο αγανακτισμένο ξέσπασμα του καλοκαιριού ;

Δεν αρκεί να επισημάνουμε εδώ τα στοιχεία ανωριμότητας και παλαιοκομματικότητας στο ευρύ κίνημα που δεν θα λείψουν ποτέ, ούτε τα δακρυγόνα. Το άνω σύνταγμα των συριζαίων, το κάτω σύνταγμα των ταχαυτόνομων, οι κρυμμένες γεσαδεδυ&παμε, οι συνοικιακές συνελεύσεις και διαδικασίες και ψηφοφορίες - χαρά στα σκέλια τροτσκοσεχτών και λοιπών αντιδημοκρατικών δυνάμεων, ειδικευμένων στο στραγγαλισμό, δεν είναι οι μπαχαλάκηδες οι χειρότεροι. Αυτό που μετρά κυρίως είναι οι νεολαιίστικες ακαπέλωτες πρωτοβουλίες απ' το Θησείο ως το Σύνταγμα κι απ' την Επαρχία ως τη Μαδρίτη, αυτό που μετρά είναι οι χιλιάδες και χιλιάδες λαού σε έγερση, δηλ. σε προσμονή. Έναντί τους ο καθεστωτικός ως άνω αριστεροκομματικός λόγος με επωδό το γνωστό βλακώδες ότι χωρίς την καθοδήγησή τους τούτο δε βγαίνει πουθενά ή μάλλον βγαίνει στην προβοκάτσια. Είναι πραγματική η ανάγκη καθοδήγησης, όχι όμως ως οπαδικών στρατευμάτων, αλλά ως το παραπέρα του Προσανατολισμού και του Στόχου. Κι ενώ κόμματα κι αποκόμματα ήταν δι αυτών και τα ίδια στο αγανακτισμένο φτύσιμο, η μη κομματική διανόηση πώς στάθηκε ;

Μερικοί της τηβένου, αναμάσησαν τα οργανωτικά-καθοδηγητικά προαπαιτούμενα σε συναξαρική έκδοση -τρομάρα τους- άλλοι τέτοιοι μάζωναν υπογραφές για δημοψήφισμα για το μνημόνιο (σαν αυτό όπου υπερθεμάτισε και γλίστρισε ο Γιώργος, σε κάτι μήνες), καναδυό φώναζαν από μικροφώνου για Γουδί και γουδοχέρι, ένας από δω κι ένας απ' Αγγλία σ' ένα τραπεζάκι ήθελαν αντικαπιταλιστική δραχμή για λύση, ένας κι άλλος ένας απαριθμούσαν μονότονα νομικά άρθρα γιατί το μνημόνιο θέλει κλήση, ένας αργοπορημένος των προπυλαίων νόμισε πώς η ώρα του ακαδημαϊκού είναι να δηλώσει συμπαράσταση σε δεκάρικο, ένας παρά τα αξιόλογα θεωρητικά του, εξηγούσε πώς ακριβώς πρέπει να κυκλωθεί η βουλή μη και διαφύγει, ένας που ένα φεγγάρι τούδωκαν κι εκπομπή σε κανάλι και δεν τράβηξε, έλεγε την ίδια εκπομπή που έλεγε όλο αυτό το φεγγάρι και στο κανάλι, κάτι άλλοι διανοούμενοι που δεν ήταν καθηγητές δεν έλεγαν παρ' όλα αυτά τίποτα καλύτερα, άσε σου λέω σύντροφε (και συντρόφισσα). Υπήρχαν όμως και μερικοί πιο σοβαροί, αυτοί που εξηγούσαν στον κόσμο που έβριζε την τρόϊκα, ότι φταίει η τρόϊκα, κι αυτοί που εξηγούσαν στον κόσμο που έβριζε το σύστημα ότι φταίει ο Τζέφρυ Παπαντρέου, κι αυτοί που εξηγούσαν στον κόσμο που φώναζε να καεί το μπουρδέλο η βουλή, ότι καλοκαιριάτικα δεν είναι καιρός για κάψες και να ωριμάσει πρώτα ο χειμώνας κι ότι μια τέτοια ερμηνεία αρμόζει στο σύνθημά τους. Διανόηση περιβόλι.

Η υστέρηση της διανόησης έναντι των πραγμάτων γενικώς, μπορεί και ειδικότερα να πιστοποιηθεί στη σύγκριση τού Λόγου της με τον εξελισσόμενο ευρύτερο-κοινό Λόγο, μια οξύμωρη πραγματικότητα που αποτελεί δείγμα επικείμενων ιδεοθεωρητικών-πολιτικών ανατροπών. Στη σύγκριση αυτή μάλιστα, αποκαλύπτονται τα μείζονα ιδεο-θεωρητικά σφάλματα που διακινούνται στον πολιτικό λόγο της διανόησης, ενώ περαιτέρω ενισχύεται ως κεντρικό πολιτικο ζήτημα η ανάγκη νέου πολιτικού συστήματος. Κι αυτό, γιατί η απόλυτη εφικτότητά του αλλά και οι υπαρκτές πλήν υπερβατές δυσχέρεις αναδεικνύονται όχι ως θεωρήματα αλλά ως τα βασικά κι ώριμα στοιχεία μέσα στα κατατιθεμένα κοινωνικά αιτήματα. Ακριβώς εκεί υποδεικνύεται ως κοινωνικό αίτημα κι όχι ως στοχαστικό θεώρημα, το γεγονός ότι η μπάλα βρίσκεται στα πόδια της διανόησης - το ζητούμενο είναι αυτή να ανταποκριθεί και να μην υπεκφεύγει κατά τα άνω.

Τι λοιπόν έχει κατακτήσει ο ευρύτερος κοινός λόγος και όχι η διανόηση ; Μα το αδρό περιεχόμενο του Αναγκαίου Πολιτικού Συστήματος - την οριοθέτησή του πέρα από ανακυκλώσεις κι εσχατολογίες, πέρα απ' την τρέχουσα πολιτική γεωγραφία, πέρα από στασιμότητες και δογματικούς τυχοδιωκτισμούς. Οι ελιγμοί (διαδηλωτικοί κι έμπρακτοι) του κοινού λόγου ανάμεσα σε εκβιασμούς και προσφερόμενες ψευδολύσεις είναι εξόχως αποκαλυπτικοί, ενώ η αποσπασματικότητα, οι αντιφάσεις και το έλλειμμα συγκρότησης κι εξειδίκευσης περαιτέρω, καθώς και η αδυναμία του να το συνυφάνει με το ΠΩΣ των πολιτικά αναγκαίων είναι φυσιολογικό, αφού αυτά αφορούν ιδιαίτερα τις οφειλές και υποχρεώσεις της πνευματικής του ηγεσίας.

Αλλά γιατί να εγγραφούν οι ενδείξεις αυτές στο συγκεκριμένο Αιτούμενο κι όχι σε πλείστα άλλα προτάγματα - και συναφή ορισμένως - που συνεκφέρονται απ' τον κοινό λόγο ; Εδώ το βλέπω-θέλω της οργανικής διανόησης βαρύνεται με την ανάγνωση κι ανάδυση του νοήματος κατά τά όπλα του καθενός, ενώ κι αναλυτικότερη επιχειρηματολογία έχει κατατεθεί. Έχει παραπέρα τη σημασία του και το εξής δημοσκοπικό που πιθανότα διέλαθε μιας ανάλογης προσοχής. Σε ερωτηματολόγιο όπου τη θέση του Κεντρικού προβλήματος διεκδίκησαν (σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, σημειωτέον) το φλέγον οικονομικό, η ανεργία, οι κυβερνητικές πολιτικές, τα κόμματα, το πολιτικό σύστημα, η διαφθορά, κτλ.κτλ, το πρόταγμα του πολιτικού συστήματος υποστηρίχθηκε με τρόπο ενδεικτικό τόσο της συσκοτιστικής προσπάθειας όσο και τής σε πείσμα της ανάδυσής του. Ετσι, το 2009 το πολιτικό σύστημα υποστηρίχθηκε ως κεντρικό θέμα απ' το 3%, το 2010 απ' το 7% και το 2011 απ' το 17 %. Πρόκειται για εκθετική ανιούσα (κι αρκεί εδώ απλή μαθηματική επεξεργασία) που αφ' ενός καταγράφει το τρέχον επίπεδο ωρίμασης, αφ' ετέρου δε προεκτείνεται σε επόμενο ετήσιο βήμα σε ύψος της τάξης του 50% και σε μεθεπόμενο σε παγκοινωνικό ποσοστό. Φυσικά τα αγρυπνούντα συστημικά επιτελεία, θεσμικά κι εξωθεσμικά, δεξιά κι αριστερά, δεν μένουν άπρακτα κι εργάζονται για την ανατροπή της διαμορφούμενης τάσης, το ζήτημα όμως έτσι επιστρέφει εντονότερα στην κοινωνική διανόηση.

Δεν είναι πάντως προς παρηγορία να σημειώσω, ότι το να ανταποκριθεί κανείς σε τέτοιο επίπεδο (δηλ.πολιτικό) δεν είναι απλό, όσο κι αν στο τέλος όλα απλοποιούνται. Με τον πολιτικό χρόνο να τρέχει ραγδαία και τον πήχυ να υψώνεται πάνω απ' τα στρωμένα του φιλελεύθερου λόγου και τις στομωμένες αριστερές ρομφαίες, είναι κάπως φυσιολογική η ακαδημαϊκή αμηχανία και τα γύρω-γύρω-ανόητα, σε διεθνές επίπεδο άλλωστε. Το να μην έχει επίγνωση όμως κανείς κι απλώς να ουραγεί αυτάρεσκα θρονιασμένος στην έδρα, είναι παρά φύση.

7. Οι Μερκοζί και η Ευρωπορεία

Για να κατανοηθεί (= αντιμετωπισθεί κι αξιοποιηθεί και υπερκερασθεί) η πολιτική του άξονα Μερκοζί, είναι απαραίτητο το κατάλληλο βλέπω-θέλω, μια στοχευτική δηλ. θεώρηση τόσο των διεθνώς τεκταινομένων και ειδικότερα της φύσης της διεθνούς κρίσης, όσο και των εγχωρίων επίδικων. Καθόλου δεν αρκούν εδώ οι θεωρίες περί καζινοκαπιταλισμού και περί μερκοζί ανδρεικέλων του, ούτε τα εγχώρια εθνικολαϊκά που αναφέραμε πιο πάνω. Η πιο απλή απόδειξη είναι ότι οδηγούν σε αδιέξοδα διχαστικά διλήμματα τύπου μνημόνιο-αντιμνημόνιο και σε υπονόμευση χειραφετητικών κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων εν μέσω βαβέλ, εμφυλίων συγκρούσεων, δεινών, και ηττημένων συμβιβασμών. Για όσους θεωρήσουν πρωθύστερη τη σκέψη αυτή απαιτώντας πρώτα μια «αντικειμενική» ανάλυση των διεθνών συστημικών και γεωπολιτικών πραγμάτων, απαλλαγμένη από «στόχους», ώστε οι στόχοι ακόλουθα να έχουν επαρκή «αντικειμενική» βάση, θα θυμίσουμε ότι δεν υπάρχει ποτέ θέμα σκέτης ερμηνείας, αλλά είτε αλλοτριωμένης είτε αλλοιώς εμπρόθετης πάντα ερμηνείας κι ανάλυσης ως κοινός τόπος υποκειμένου και πραγμάτων. Χωρίς αυτό να λύνει αυτομάτως τα σχετικά προβλήματα, τα απαλλάσει πάντως απ' το τυφλωτικό βάρος και τα αδιέξοδα του θετικισμού, και της αριστερής μυθολογίας που οικοδομείται με τις πλάτες του.

Στα της διεθνούς συστημικής κρίσης και τις πολιτικές των συστημικών κέντρων δε μπορούμε να αναφερθούμε εδώ αναλυτικά, παραπέμποντας έτσι σε προ ετών αρθρογραφία. Τονίζουμε όμως ότι οι πολιτικές αυτές στοχεύουν στην ανάκτηση της αναγκαίας κερδοφορίας που η (δομική) πτώση της, στο παραγωγικό κατ' αρχήν τμήμα της, βρίσκεται πίσω απ' την κρίση. Η προσπάθεια αυτή, στις διαμορφωμένες συνθήκες, έχει σαν ειδικότερο άξονα, πέραν της πολύμορφης πίεσης στους μισθούς-εργασία, ορισμένο «εξορθολογισμό» σε βάρος των πιο αντιπαραγωγικών και παρασιτικών συστημικών τμημάτων, περιλαμβανομένου του μεγαλαεριτζίδικου, υπό σύγχρονη διάσωση του αναγκαίου πιστωτικού υποσυστήματος, καθώς και υπό τον ιδιαίτερο διαγκωνισμό μεταξύ των 3 κύριων πόλων του, ευρωπαϊκού, αμερικανικού και BRIC. Δεν πρόκειται για «επίθεση του αχόρταγου καζινοκαπιταλισμού» αλλά για «επιθετικά αμυντική» πολιτική του μείζονος πολιτικοοικονομικού συστήματος, για στριμωγμένη διασωστική συστημική προσπάθεια, που εν μέσω επιμέρους ειδικότερων οικονομικών και πολιτικών διαγκωνισμών μεταξύ των υποσυστημάτων στο εσωτερικό του, κλαδικών κι εθνικών, τη χειρίζονται κυρίως τα πολιτικά επιτελεία των διεθνών κέντρων, έχοντας φυσιολογικά ανακτήσει καθοριστικούς βαθμούς αυτονομίας έναντι των οικονομικών λόμπυ, σε σύγκριση με περιόδους «ομαλής» ανάπτυξης και «υπαλληλικής διεκπεραίωσης».

Στο πλαίσιο αυτό οι Μερκοζί, αλλά και οι κομματικοί τους αντίπαλοι καθώς και οι πιθανοί διάδοχοί τους, που πέρα από στενοκομματικής φύσης λογοκοπία δε μπορούν ουσιαστικά να αποστούν απ' την προσπάθεια αυτή (βλ. και συγκλίσεις ΚΔ-ΚΑ στην Ελλάδα), αναπτύσσουν μια πολιτική διάσωσης-διεθνούς αντεπίθεσης στηριγμένη στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και συν-διάσωση, και στην διαρθρωτική-παραγωγική-ανταγωνιστική εξυγίανση του ευρωπαϊκού χώρου. Η πολιτική αυτή, περιλαμβάνει τυπολογικώς νεοφιλελεύθερα και κεϋνσιανά στοιχεία, κατά περίπτωση και συγκυρία, δεν είναι όμως νεοφιλελεύθερη, επειδή έτσι διευκολύνεται να την κατανοεί το εμπόριο ρόλων και αναθεμάτων που χρειάζεται η κεϋνσιαριστερά και λοιπές κεϋνσ-ακαδημαϊκές δυνάμεις. Φυσικά δεν είναι ούτε κεϋνσιανή, παρά τα πακέτα και τα λοιπά ως έχουμε παλιότερα κι αναλυτικότερα εξηγήσει. Αποτελεί ειδικό και μεταβαλόμενο μίγμα, που όχι μόνον βρίσκεται εκτός της μπαγιάτικης πλέον τυπολογίας η οποία δίνει ρόλους και μισθούς στους κεϋνσιανούς παπαγάλους, αλλά και συνιστά προχωρημένη κι «επί το έργον» πολιτική διερεύνηση των συστημικών διεξόδων, τοποθετώντας τους ευρωπολιτικούς πολύ μπροστά απ' τις αμερικανιάρικες οικονο-θεωρίες της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής αμερικανηγεμονίας του παρελθόντος αιώνος.

Η πολιτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με όλους τους μαιάνδρους και τις συγκυριακές ασυμμετρίες της, έχει ως φυσιολογική πλευρά την πίεση σε ο,τι συνιστά το στερεότυπο (κι εν πολλοίς το ιδεολόγημα) της εθνικής ανεξαρτησίας, της οποίας όμως η προοδευτική άρση έχει γίνει αποδεκτή στη χώρα από δεκαετίες υπέρ της ενιαίας κρατικο-ευρωπαϊκής πορείας. Δεν είναι εδώ η στιγμή να αναλύσουμε ειδικότερα την αναγκαία (στους εθνικούς πολιτισμούς και κοινωνίες) μετάπλαση του νοήματος της εθνικής ανεξαρτησίας, όπως συνδέεται με την ευρωπαϊκή ενοποίηση αλλά και την πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης στον κυρίαρχο και τον στοιχηματικό χαρακτήρα της. Πρέπει ωστόσο να πούμε ότι η Εθνική Ανεξαρτησία όπως την επικαλούνται οι αντι-ευρωπαϊστές αποτελεί ένα ιδεολόγημα που εγγράφεται είτε στη φαντασίωση ενός διηνεκούς εθνο-κρατισμού είτε σε κάποια στρατηγική (?) κρατικής ενσωμάτωσης σε κάποιο νεοσοβιετικό μπλόκ. Πρέπει επίσης να θυμίσουμε, σχετικά με την συμπεφωνημένη απεθνικοποίηση των κρατικών εξουσιών, ότι από αρκετά χρόνια η κοινή ευρωπαϊκή νομοθεσία καθορίζει όλο και περισσότερο την εθνική νομοθεσία (συνθήκες, κανονισμοί, οδηγίες, ευρωσύνταγμα), ότι στο εκτελεστικό κομμάτι κατευθύνσεις έλεγχοι κι επιτροπείες αποτελούν παλιά πλέον καθημερινότητα (κομισιόν, επιτροπές παρακολούθησης των εθνικών ΚΠΣ-ΕΣΠΑ κτλ.) κι ότι στο δικαστικό κομμάτι τα ευρωπαϊκά δικαστήρια λειτουργούν. Αυτό φυσικά δεν επιτρέπει στο εγχώριο ευρωληγουριό, να θεωρεί πως ο εθνικός ρόλος είναι αυτός του σιωπηλού αποδέκτη εντολών ή μιας επαρχίας πρόσφορης σε κάθε βρυξελλιάρη ατζέντη, ούτε στη χώρα να αφίσταται της αναγκαίας διαμόρφωσης κι άσκησης εθνικής ευρωπολιτικής, ενεργά, αυτόνομα κατά το νόημα της εν εξελίξει συμπόρευσης, κι ενδεχομένως προβάλλοντας veto όπου αυτό είναι εθνικά αναγκαίο.

Η διαρθρωτική-παραγωγική εξυγίανση του ευρωπαϊκού χώρου αποτελεί εξειδίκευση στη φάση της κρίσης, της διαρθρωτικής-αναπτυξιακής πολιτικής που ασκείται στην ΕΕ επί δεκαετίες, διευρύνοντας σταδιακά το αντικείμενό της (συνθήκες περί αγοράς, διαρθρωτικά χρηματοδοτικά προγράμματα, σύμφωνο Σταθερότητας κι Ανάπτυξης, ευρωνόμισμα κτλ). Η εξυγιαντική εξειδίκευση στη φάση της κρίσης σημαδεύεται απ' τα διεθνή τεκταινόμενα που αναφέραμε πιο πάνω, αλλά και ειδικότερα απ' την Ελληνική περίπτωση-καταλύτη που οι πολιτικοοικονομικές ιδιαιτερότητές της προβάλλουν πιεστικά στην ΕΕ και τον κόσμο, όπως προβάλλει η κορφή του παγόβουνου που περιλαμβάνει όλο τον ευρωνότο κι όχι μόνον. Επαναλαμβάνουμε εδώ ότι πρόκειται για συστημική εξυγίανση (διαρθρωτική και μισθολογική προσαρμογή στις ανάγκες επιβιωτικής για το σύστημα κερδοφορίας, κι όχι υπερκερδοφορίας) που υποχρεούται όμως και σε ορισμένο διασωστικό αποπαρασιτισμό, ιδίως στό σημερινό καπιταλιστικό στάδιο όπου οι ιμπεριαλιστικές διέξοδοι κερδοφορίας έχουν στενέψει ιδιαίτερα. Κι αυτό, ανεξάρτητα απ' το πραγματικό γεγονός ότι ο παρασιτισμός αυτός έχει εκτραφεί με αρμεκτική ευθύνη των ίδιων των συστημικών κέντρων την περίοδο των παχιών αγελάδων, ακόμα κι ανεξάρτητα απ' το ότι κάθε συμμάζεμα, όσο οι κοινωνίες αδρανούν, προετοιμάζει νέο αρμεκτικό και παρασιτικό κύκλο ή και καταστροφικούς τυχοδιωκτισμούς - εδώ αναδεικνύεται η κοινωνική ευθύνη επαρκών πολιτικών υπερβάσεων σε κάθε κρίση-ευκαιρία κι όχι η εξάντληση σε στάσιμες καταγγελίες.

Η ευρωπολιτική ενοποίησης-ανάπτυξης των Μερκοζί αντιμετωπίζει δύο σημαντικά προβλήματα, συνδεδεμένα κυρίως στην προοπτική τους. Το πρώτο, ιδιαίτερα οξυμένο σήμερα, αφορά τις αντιστάσεις σχετικά με την εξυγίανση, από 3 βασικούς πόλους. Οι μικρότερες αντιστάσεις αφορούν τα καζινοκέντρα που κρατούν χαρτιά, σπεκουλαδόρικες κι εκβιαστικές τεχνικές καθώς και διασυνδέσεις στη λοιπή οικονομία, αλλά όχι πραγματική δύναμη. Μεγαλύτερες είναι οι αντιστάσεις του πιστωτικού συστήματος που διαθέτει δύναμη αλλά γνωρίζει την εξάρτησή του απ' την πραγματική οικονομία και τις κυβερνήσεις και είναι υποχρεωμένο να συνεργασθεί, έστω διαπραγματευόμενο. Τέλος, μεγάλες είναι οι αντιστάσεις στα εθνικά υποσυστήματα της Ευρώπης που η «απρόβλεπτη-υποκειμενική» αντίδρασή τους μπορεί αλυσιδωτά να απειλήσει όχι μόνον την ευρωοικονομία αλλά και την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Σημειωτέον ότι το κάθε εθνικό υποσύστημα αρθρώνεται (αδρά-σχηματικά) σε δυό πόλους, αυτό του πολιτικού συστήματος κι αυτό των κοινωνιών-εργαζομένων. Η δυσκολία με τα εθνικά υποσυστήματα αφορά συνδυασμένα τις ασύμμετρες αντιστάσεις και των δύο πόλων, με αυτόν των εργαζόμενων να αντιδρά «αμυντικά-οικονομικά» και τον πόλο του πολιτικού συστήματος να διαπραγματεύεται τη δική του αποσυμπίεση όντας ταυτόχρονα υποχρεωμένο σε υποχωρήσεις, αλλά κι έχοντας τη δυνατότητα μεταφόρτωσης των πιέσεων στον άλλο εγχώριο πόλο, δηλ. τους εργαζόμενους, όχι όμως χωρίς κλυδωνισμούς κι ορισμένη αυτοϋπονόμευσή του. Στο σύνθετο αυτό σλάλομ οι ειδικότεροι χειρισμοί των Μερκοζί είναι εν γένει του τύπου γκάζι-φρένο-τιμόνι, ενώ οι αντιστάσεις και ευελιξίες διαφοροποιούνται αλλά και μοιάζουν - οι ομοιότητες και διαφορές από Ελλάδα ως Πορτογαλία είναι περίπου γνωστές. Η ελληνική ιδιαιτερότητα, αφορά το αναγκαίο βάθος εξυγίανσης κι αποπαρασιτισμού που απαιτεί ιδιαίτερες πιέσεις και οικονομική στήριξη, αλλά και παρέχει ειδικές δυνατότητες «αποπομπής» σαν έσχατη λύση, αποπομπή που θα δημιουργήσει βαθειά αλλά ίσως ιάσιμα τραύματα στην ΕΕ. Συνολικά οι πιέσεις, η αξιοποίηση της ευρωστήριξης και οι κίνδυνοι για το χειρότερο, αφήνουν έκθετο το πολιτικό σύστημα έναντι της κοινωνίας και των αναγκών ανόρθωσης την οποία και δε μπορεί να διαχειριστεί χωρίς εκτεταμένη πολιτική αναδιάρθρωση. Εδώ δημιουργούνται οι ιδιαίτερες μεταπολιτευτικές δυνατότητες στην Ελλάδα, σε συνθήκες αγώνα δρόμου μεταξύ κοινωνίας που έχει να δεί τα Τί και τα Πώς που την αφορούν, και του πολιτικού συστήματος που προσπαθεί να πετύχει την ελεγχόμενη ανασυγκρότησή του χωρίς απαλλοτριωτικές απώλειες.

Το δεύτερο και μεσοπρόθεσμο πρόβλημα του ευρωάξονα, όπου δε φαίνεται να έχει απαντήσεις (πέραν της σημαντικής ευρωενωτικής πολιτικής) είναι η γενικότερη μετ-εξυγιαντική-αναπτυξιακή προοπτική. Πρόκειται για τη συστημική οικονομική (και συνολική) αναπαραγωγή και τη μείζονα εσωτερική της διάρθρωση σε ευρωπαϊκή (κι όχι υποσυστημική) κλίμακα, μάλιστα υπό την κοινωνική πίεση-αντίσταση. Η κύρια μορφή με την οποία αυτό θα εκφραστεί είναι το δίλημμα μεταξύ έντονων συστημικών αναγκών περιφερειακής ανάπτυξης στην Ευρώπη άρα και ανταγωνιστικών πιέσεων στον ευρωπαϊκό βορρά, είτε εναλλακτικά συγκρατημένης περιφερειακής ανάπτυξης και άρα στενότητας αγορών για το βορρά. Σ' ένα βαθμό θα επιχειρηθούν εδώ διζωνικές ακροβασίες κι εξειδικεύσεις συγκριτικών πλεονεκτημάτων καθώς και η μεταγραφή του προβλήματος στο γνωστό καμβά πολωμένων φάσεων σταθερότητας - ρευστότητας. Η σημερινή όμως διεθνής κρίση έχει δείξει - κι ο κεντρικός ευρωάξονας το γνωρίζει πλέον και εμπειρικά - ότι τα περιθώρια τέτοιων ελιγμών είναι περιορισμένα. Το πρόβλημα αυτό στο οποίο εμπλέκονται εντονότερα οι διεθνείς συστημικές και γεωπολιτικές παράμετροι, διατηρεί ανοιχτό το στοίχημα της συστημικής κατάρρευσης ή / και της δημοκρατικής του διεξόδου σε ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα, ενώ η αποφυγή μεγάλων περιπετειών παγκοσμίως απαιτεί την είσοδο των κοινωνιών, και ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής στην πολιτική. Εδώ το δημοκρατικό, το ευρωπαϊκό και το σοσιαλιστικό στοιχείο μιας διέξοδης πολιτικής, δε φαίνεται να έχουν περιθώρια μεταξύ τους αποσύνδεσης και επιλεκτικής ένταξης σε αποστεωμένα και μυθολογικά στρατηγήματα.

8. Οι Μερκοζί και οι πιέσεις στο εγχώριο υποσύστημα

Η μερκοζί εξυγίανση, ως πολιτικά διαχειριζόμενη έχει όλους τους ελιγμούς που απαιτούν οι ευρωπαϊκές κι εσωτερικές ισορροπίες, κι όλες τις παλινωδίες, αντιφάσεις κι εσωτερικούς διαγκωνισμούς της συστημικής πολιτικής. Στην ουσία όμως αφορά τα εκρηκτικά δημοσιονομικά (διαχείριση χρεών και έλεγχο ελλειμμάτων) όσο και την επιτάχυνση αναδιαρθρώσεων που απ' τη μια στηρίζουν άμεσα τη δημοσιονομική εξυγίανση κι απ' την άλλη διαμορφώνουν αναγκαίες αναπτυξιακές (επενδυτικές) προϋποθέσεις. Στο στόχο αυτό, με καταλύτη την Ελλάδα ως πυροκροτητή γενικής ευρωέκρηξης, επιστρατεύτηκαν παρεκκλίσεις απ' την απαγόρευση διάσωσης (θεσπισμένης παλαιόθεν ως φόβητρο αυτοσυγκράτησης και για την αποφυγή διαλυτικών αλυσιδωτών «διασώσεων»), ειδικοί μηχανισμοί (προσωρινός και μόνιμος μηχανισμός στήριξης - EFSF), ειδικά σύμφωνα αναδιαρθρώσεων και δανειοδοτήσεων με τη συμμετοχή ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ για την ενίσχυση των δεσμεύσεων και τη διανομή του κόστους (μνημόνια-τρόϊκα), ειδικές παρεμβάσεις της ΕΕ-Μερκοζί προς στους δανειστές (διαγραφή μέρους του χρέους-κουρέμα, ανάληψη μεσεγγυητικών ρόλων διάφορων μορφών κτλ.) και προς τα επιβαρυνόμενα και δυστροπούντα κράτη-μέλη, καθώς κι άλλα δευτερεύοντα μέτρα, όπως απαλλαγή του ΕΣΠΑ απ' την υποχρέωση εθνικής χρηματοδότησης, ευρωπαϊκή τεχνική βοήθεια κτλ. Στο τραπεζι επίσης βρέθηκαν κι θα εξακολουθούν κατά κάποιο τρόπο να βρίσκονται, επισήμως ή μη, η περαιτέρω ισχυρή στήριξη όπως η θέσπιση ευρωομολόγου (= γερμανεγγύηση και γερμανεπιτόκια στα δάνεια των αφερέγγυων χωρών) και οι έξτρα γενναίες (γερμανικές ουσιαστικά) χρηματοδοτήσεις.

Η πολιτική διαχείριση της κρίσης, πέραν άλλων, ενισχύει φυσιολογικά τον κεντρικό πολιτικό διαχειριστή (εδώ, Γερμανία-Μερκοζί) όχι μόνο έναντι των επιμέρους συστημικών οικονομικών κέντρων αλλά κι έναντι των εταίρων κρατών-μελών. Κι αυτό, διότι ως οικονομικά ισχυρότερος διαθέτει παρεμβατικά και χρηματοδοτικά όπλα, αλλά και διότι στην ανάληψη ενισχυμένου ρόλου συναντιώνται οι δικές του επιδιώξεις με τις προσδοκίες και κοινές ανάγκες των εταίρων.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συνυπάρχουν εδώ παζάρια, αμφισβητήσεις και γκρίνια, δικαιολογημένα ή μη. Ούτε φυσικά πως η διαχείριση αυτή (που μεταξύ άλλων κατανέμει ζημιές κι ευκαιρίες-φιλέτα - βλ. Κρισιολογία...ο.π.) γίνεται «δίκαια» κι ερήμην των ειδικότερων επιδιώξεων του διαχειριστή, που ωστόσο στοχεύει κυρίως στη συστημική πολιτικοικονομική διάσωση στο άνω στρατηγικό πλαίσιο, κι όχι σε στενές οικονομικές αρπαχτές. Αλλά και πέραν αυτών, αλαζονικά στοιχεία, εμπάθειες διαφόρων προελεύσεων κι αφορμών κι ακόμα προσβλητικές συμπεριφορές, καληώρα, αναδύουν το συστημικό χαρακτήρα του όλου εγχειρήματος αλλά και τα ειδικότερα πολιτισμικά στοιχεία των πρωταγωνιστών του. Συνοδεία τους ο φίλιος τύπος και τα λόμπυ που ανεβοκατεβάζουν τεμπέληδες τους έλληνες, ξεχνώντας πως εργάζονται εβδομαδιαιίως κμο. 42 ώρες έναντι 36 των γερμανών πχ, αν και η ελληνική παραγωγικότητα βρίσκεται κατω απ' το 50% της μέσης ευρωπαϊκής. Δεν αρκεί απέναντι στη στάση αυτή η εν σιωπή κατανόηση της δικιάς μας ευθύνης για όλα αυτά, ούτε όμως τα ξόρκια και οι παρελκύσεις απ' τις ανατακτικές μας ευθύνες.

Το εξυγιαντικό εγχείρημα, πολύ περισσότερο σε συνθήκες πτώχευσης, έχει θύματα - την κρίση την πληρώνουν πάντα οι κοινωνίες ενώ το σύστημα μπορεί να την πληρώσει μόνον με την απ-αλλοτρίωσή του στο αναγκαίο βάθος. Αυτό καθόλου δε σημαίνει ότι το κεφάλαιο είναι αμέτοχο της καταστροφής και της εσωτερικής του αναδιάρθρωσης (μεγαλολουκέτα, πολύμορφα κουρέματα, «ανακεφαλαιοποιήσεις» κτλ.), αλλά ότι δεν είναι σε θέση ως τέτοιο να «πληρώσει» κατά την έννοια του αιτήματος των διαδηλώσεων.

Στην πραγματικότητα η ελληνική κοινωνία έχει πέσει θύμα της κρίσης (της) πρίν τη μνημονιακή εξυγίανση, αφού ήδη είχε πτωχεύσει, απλώς το μνημόνιο δεν επέτρεψε την παράταση της (δανειοδιανεμητικής) αυταπάτης και προς το παρόν την ανεξέλεγκη πλήρη χρεωκοπία. Η αντιμετώπιση της πτώχευσης πρίν και χωρίς το μνημόνιο και με λιγότερο επώδυνο τρόπο είναι άλλο θέμα, και θα ήταν πράγματι εφικτή, εάν θέλαμε ως κοινωνία και πολιτεία να την αντιμετωπίσουμε. Πάντως βρεθήκαμε από τότε (φθινόπωρο 2009, με τις πρώτες σοβαρές δυσχέρειες δημόσιου δανεισμού) ουσιαστικά σε κατάσταση πτώχευσης, είτε το καταλάβαμε είτε ως τώρα πολλοί δεν το έχουμε χωνέψει, κατάσταση πτώχευσης που μάλιστα διαρκώς βαθαίνει, όχι λόγω του μνημονίου αλλά ακριβώς υπό το βάρος του εμμένοντος πολύμορφου παρασιτισμού και της διαρθρωτικής μας παράλυσης. Στην κατάσταση αυτή, η κοινωνία μας έχει μπροστά της μια τριπλή πολιτικοοικονομική προσπάθεια που περιλαμβάνει την αποφυγή του πολύ χειρότερου (που υπάρχει, φυσικά, και δεν είδαμε τίποτα ακόμα), την ανθρώπινη κατανομή των πτωχευτικών βαρών (δηλ. του υστερήματος πλέον, κι όχι της ευζωϊκής μας φαντασίωσης) και την ανορθωτική προσπάθεια (οικονομική και συνολικά βιοτική) - επιμείναμε πιο πάνω ότι ένα εφικτό άλμα στο Πολιτικό Σύστημα συνιστά τη συνδυασμένη απάντηση.

Το ευρωεξυγιαντικό εγχείρημα, δεν είναι καθαυτό που πιέζει ασφυκτικά την πτωχευμένη κοινωνία μας όσο κι αν το βιώνει επώδυνα - δεν είναι η επώδυνη θεραπεία το κύριο πρόβλημα στην ασθένεια. Βεβαίως η θεραπεία είναι ανεπαρκής αλλά και βίαιη, απέχοντας απ' την αναγκαία δημοκρατική πολιτικοοικονομική θεραπεία, κι ακριβώς ως ανεπαρκής και βίαιη έχει βασικό μερίδιο ευθύνης για την επιδείνωση. Η Μερκοζί ευθύνη (συστημικού χαρακτήρα κι ορίων, κι όχι νεοφιλελεύθερου), πιστοποιείται σε σχέση με την αναγκαία υπερβατική πολιτική (μακρυά ακόμα απ' τα μυαλά του προοδευτισμού, αν και κοντά στο διστακτικό ψέλισμα σε κάθε πλατεία, διεθνώς) κι όχι σε σχέση με την κεϋνσιανή ματζουνοθεραπεία που απαιτεί ο ζήτουλας. Αυτό σημαίνει ότι η κριτική της Μερκοζί εξυγίανσης είναι δυνατή (θεωρητικά, αλλά και πολιτικά, ιδίως ως εφικτή εγχώρια πολιτικοοικονομική υπερκέρασή της) μόνον από θέση δημοκρατικής-ολοκληρωμένης θεραπείας κι όχι από θέση άρνησης του πικρού φαρμάκου, ιδίως όταν αυτή προέρχεται απ' τα εμμένοντα νοσογόνα παράσιτα. Ετσι το θέμα δεν είναι μνημόνιο ή αντιμνημόνιο κτλ. αλλά ας πούμε, ανθρώπινη αλληλοστήριξη κι ανθρώπινη ανόρθωση (και) με πολιτικούς-πραγματικούς όρους, κόντρα στα συσκοτιστικά και υποκριτικά λογάκια τριγύρω.

Στο πλαίσιο αυτό, το κοινωνικό δίκιο, καθώς κι οποιαδήποτε στρατηγική επιβίωσης-διεξόδου, αφορά κατά πρώτο λόγο την κατανομή των βαρών εξυγίανσης μέσα στην ίδια τη χώρα κι όχι τα αντι-νεοφιλελεύθερα ξόρκια κατά των Μερκοζί. Και στην κατανομή αυτή σημαντικά βάρη (ανταγωνιστικότητα μισθών και εργασιακές αναδιαρθρώσεις) είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν οι εργαζόμενοι χαμηλού εισοδήματος. Ειδικότερα οι εργασιακές αναδιαρθρώσεις δε μπορούν παρά να συνδεθούν με τις ανάγκες παραγωγικότητας-ανταγωνιστικότητας (ότι αλλοιώς κούρευε τ' αυγό και φώναζε) ενώ οι συνακόλουθες μισθολογικές μειώσεις σ' ένα βαθμό μπορούν (και θα έπρεπε) να αντισταθμιστούν από μεταβιβάσεις άμεσες ή κοινωνικοϋπηρεσιακές, σε βάρος των μεγαλύτερων εισοδημάτων. Φυσικά το συντεχνιακό πανωφόρτωμα βαρών στα φτωχά νοικοκυριά εδώ δεν αποτελεί λύση, και η απόδειξη είναι ότι επιχειρείται από προοδευτικές ΔΕΚΟ κατά τον γνωστό αγωνιστικό τρόπο.

Τα κύρια όμως βάρη, αναλογικά, (θα έπρεπε να) αφορούν τη μεσαία τάξη, σημαντικά αντιπαραγωγική ή φοροκλεπτική στο πράγματι εργαζόμενο μέρος της και σαφώς παρασιτική στο μεγάλο αεριτζίδικο δυναμικο-διαχειριστικό μέρος της, εντός και πέριξ του πολιτικού συστήματος. Υπάρχει εδώ ένα θέμα οριοθέτησης συσκοτισμένο μέσα απ' τη «μικρομεσαία» ενοποιητική ορολογία σκοπιμότητας, αδρά ωστόσο (βλ. και κεφ. 11 πιο κάτω για κόστος ζωής) μπορούμε να πούμε ότι απ' τις 50.000 € (4μελούς νοικοκυριού) μιλάμε σαφώς για μεσαία εισοδήματα (κάτω ζώνη) που φυσικά διαβαθμίζονται περαιτέρω - τα 100.000 και τα 300.000 κτλ. είναι επίσης μεσαία, αν και σαφώς σε άλλα κυβικά, όπου και κυβίζεται το μείζον τμήμα του πολιτικού και κρατικοδιαχειριστικού προσωπικού.

Φυσικά τα βάρη (θα έπρεπε να) αφορούν και το μεγάλο κεφάλαιο, με την παρατήρηση ότι τα εξ αυτού συνολικά ποσά - πολύ μικρότερα των μεσαίας προέλευσης - δεν αποσυμπιέζουν τα μεσαία εισοδήματα. Επίσης ας θυμηθεί όποιος θέλει, ότι για λόγους που γνωρίζει κάθε καφενείο (περιλαμβανομένων των περισσών) η ουσιαστική ένταξη του μεγάλου κεφαλαίου στα κοινωνικοανατακτικά απαιτεί συντελεσμένη αλλαγή πολιτικού συστήματος, μεταξύ άλλων διότι στον ειδικό του ρόλο το στηρίζει πολιτικοσυστημικά με τα μπούνια η μεσαία τάξη, ανεξαρτήτως ενδοκαθεστωτικών τριβών και λαοπλάνων συνθημάτων. Αντίθετα, η ανάλογη ένταξη του μεσαίου χώρου απαιτεί συντελούμενη (κι όχι συντελεσμένη) αλλαγή πολιτικού συστήματος, αφορά δηλ. πλέον συγχρονικό και πυκνό, οικονομοπολιτικό γκρεμίζω-χτίζω, ορίζοντας έτσι το χώρο ως χώρο στρατηγικών ρήξεων κι ανάλογης πόλωσης περί το χαρακτήρα του. Ετσι έχει στρατηγική σημασία η πίεση κι απαλλοτρίωση στο μεσαίο χώρο, αν και δεν πρέπει να ξεχνά κανείς επιμέρους πλευρές του θέματος, όπως πχ. ότι μια κάποια άνεση εκεί συνδέεται με ειδικό τρόπο με τα αναπτυξιακά, δηλ. ως παραγωγικό κίνητρο, ως αποταμιευτικό-επενδυτικό περιθώριο καθώς και ως αγοραία στήριξη κλάδων κι απασχόλησης που απευθύνονται στα μεσαία εισοδήματα.

Η μεσαία όμως τάξη είναι η «ραχοκοκαλιά» της κοινωνίας, καθώς λένε και οι πολιτικοί που την εκπροσωπούν και που ταυτόχρονα έχουν την αντιπροσωπεία της «ανω-κόκαλης» κοινωνίας. Δεν πρόκειται για τη στενή οικονομική-παραγωγική συμβολή της που είναι αναλογικά περιορισμένη. Πρόκειται για την κοινωνική στελέχωση με έμψυχο υλικό που προέρχεται απ' τα σπλάχνα της (ή την εκεί μεταγραφή των στελεχών λαϊκής προέλευσης, μετά κατάλληλο φιλτράρισμα), πρόκειται για την τροφοδοσία του παραγωγικού τομέα και του ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού ιστού με προσωπικό σχετικά ικανό κι εκπαιδευμένο για κομβικούς ρόλους, πρόκειται για τη συγκολητική μπάρα μιας κοινωνίας πολωμένης κατά βάση σε δυό άκρα, για το χώρο όπου συγκροτείται πολιτικά το άρχον σύμπλεγμα. Πρόκειται για τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας μας ως τέτοιας, δηλ. ως αιχμάλωτης κι αλλοτριωμένης, κρίσιμη στην αναπαραγωγή του πολιτικού μας συστήματος και του κοινωνικού συστήματος.

Η μεσαία λοιπόν τάξη, μ' όλα τα παρασιτικά αλλά και κρίσιμα συστημικά της στοιχεία δέχεται τεράστια ευρωεξυγιαντική πίεση ώστε απειλείται με εξυγιαντική ασφυξία ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Στην ουσία η κύρια εγχώρια σύγκρουση με τους Μερκοζί αφορά τη μεσαία τάξη και τον εκεί κομβικό παρασιτισμό, διαμορφώνοντας όμως ταυτόχρονα τάσεις ανατροπής ολόκληρου του εγχώριου πολιτικού συστήματος και δυνατότητες δημοκρατικής μεταπολίτευσης. Για το λόγο αυτό άλλωστε, οι χατζηπρεντέρηδες σκούζουν ότι η Ευρώπη δεν έχει πλέον μεγάλους ηγέτες με όραμα (ώστε να τους εκπροσωπούν επάξια οραματισμένοι την τηλεμεσαία συμβολή στην καθεστωτική διαιώνιση). Περαιτέρω, αμυνόμενη η μεσαία αυτή καθεστωτική τάξη, με επικεφαλής το πολιτικό και μιντιακό σύστημα που το προσωπικό τους ανήκει κυρίως εκεί, μεταφορτώνει τις πιέσεις και τα βάρη προς τα κάτω υψώνοντας λεβέντικο «όχι» στους Μερκοζί που τους κράζουν - σιγά ρε τσογλάνια, τους λυώσατε, πάρτε τα ισοδύναμα απ' τις μεσαίες τσέπες σας. Δεν επιμένουν οι Μερκοζί, δεν είναι σοσιαλιστές κι αριστεροί, έχουν κι άλλες δουλειές και παζάρια ζωτικότερα, έχουν και μια στοιχειώδη γνώση ότι κάθε έξωθεν ξεστράβωμα είναι οριακό κι ότι κάθε πατημένος οφείλει και τα καθ' εαυτόν στον εαυτό του. Παραπέρα, η μεσαία καθεστωτική τάξη άδικα τρώει τα σωθικά της με αλληλοκατηγορίες πως δεν διαπραγματεύεται, αφού για την πάρτη της παζαρεύει κι ελίσσεται και καθυστερεί κι όλα τα δίνει - τώρα αν έτσι εντείνονται οι εξυγιαντικές ανάγκες και μεγαλώνει η βιαιότητά τους, τι να κάνουμε, μεταφόρτωση πάλι. Δικαιολογημένα όμως τα τρώει σε εσωτερικούς διαγκωνισμούς μιας και η διάσωση δεν θα είναι για όλους - η πιο βάρβαρη μορφή τους είναι αυτή που ζητάει εξιλαστήρια θύματα, ακόμα κι ανάμεσα στα παιδιά και τ' αποπαίδια της.

Όμως, τα πιο προχωρημένα τμήματά της κατανοούν ότι τα κλειδιά διάσωσής της είναι το επιτυχές ξεφόρτωμα μέρους του παρασιτισμού (= αναγκαίος κι επιτυχής αυτοακρωτηριασμός) και η ικανότητά τους να ηγηθούν (σχεδιαστικά κι εφαρμοστικά) στα της πολιτικής και οικονομικής ανασυγκρότησης - ξέρουν πώς δεν έχουν αυτή την ικανότητα αλλά ξέρουν πως οι γύρω είναι χειρότεροι. Εδώ έχουμε από μια άλλη σκοπιά το δράμα αλλά και το στοίχημα μιας χώρας όπου το μίγμα πατσατζόγλου και ρεχάγκελ αναδιοργάνωσης παίζει δυνατά ως αυριανός κοινός τόπος μεσαιοταξιτών και μερκοζί, που τώρα σφάζονται, αφήνοντας πάντα ανοιχτή τη δημοκρατική εναλλακτική. Απ' την άλλη τα πλέον περιφερειακά πολιτικά-μιντιακά της τμήματα (Καρατζαφέρης, Αριστερά, Δημαράς, Τράγκας κτλ.) ύψωσαν περήφανο εθνικό μπαϊράκι κατά των πιέσεων εξυγίανσης, οι μισοί ευθέως στο όνομα της μεσαίας τάξης και οι άλλοι ψευδώς στο όνομα της λαϊκής τάξης. Είπαμε πιο πάνω ότι δεν είναι εδώ η στιγμή να αναλυθούν τα εθνικοανεξαρτησιακά , είναι όμως η ώρα να υπερκερασθούν στον προσχηματικό και τον μη νοηματικό τους χαρακτήρα - ο Ασαντ της Συρίας σίγουρα δε συμφωνεί σ' αυτό, οι πυροβολούμενοι όμως Σύριοι καλούν απελπισμένα σε βοήθεια (τους ιμπεριαλιστές, όχι τον Αλλάχ). Τελικά, εκτός από τη σύγκρουση, υπάρχει και κοινός τόπος μερκοζί και κοινωνίας, υπάρχει κοινός τόπος των μερκοζί που ρητά και σ' όλους τους τόνους ενοχοποιούν το πολιτικό προσωπικό (και σύστημα) και του κόσμου που επιμένει συντριπτικά στο Ευρώ, υπάρχει κοινός τόπος ανάμεσα στην καπιταλιστική ΕΕ και την κοινωνική ελευθέρωση. Δεν είναι παράταιρο αυτό, το παράταιρο είναι η κοινή διαδήλωση χαμηλοσυνταξιούχων και μεγαλοδημοσιογράφων - οι πρώτοι ασφαλώς κι έχουν δίκιο, οι δεύτεροι ασφαλώς ξέρουν τι κάνουν, το παράταιρο όμως παραμένει και η λύση του γρίφου θέλει αυτιά μεγάλα.

9. Ο Γιώργος, ο παπατζής κι ο καθρέφτης

Δυό χρόνια μετά το θρίαμβο που γρήγορα μετετράπη σε μικρομειοψηφική διακυβέρνηση, ο Γιώργος έπεσε. Η κοινωνική αγανάκτηση κι αντίσταση που καθήλωσε την κυβερνητική πολιτική του, ο πάγιος στενοκομματικός αντικυβερνητισμός γύρωθεν, ο τυχοδιωκτισμός του νοεμβριανού δημοψηφίσματος κι ακόμα τραπεζοκουρευόμενοι και ψυχαράκηδες συνετέλεσαν αναλόγως - η σύμπτωση αντιδιαμετρικών στοχεύσεων είναι συχνότατη στην πολιτική ζωή. Το καθοριστικό ωστόσο ήταν η αδυναμία διακυβέρνησης υπό την ογκούμενη κοινωνική αντίσταση και οι συνακόλουθες συγκυβερνητικές ανάγκες που απ' το καλοκαίρι εκφράστηκαν πιεστικά - αν είχε νιονιό ο νιόνιος η συγκυβερνητική ανάγκη θα μπορούσε να εκφραστεί ως μεταπολιτευτικό άλμα κι όχι ως συστημική αναδιάταξη, εξ ού φαίνεται το ποιός και γιατί είναι ο νιόνιος.

Ας σημειώσουμε εδώ ιδιαίτερα το αντισυστημικό κράξιμο στη Σαλονικιά παρέλαση αμέσως μετά τη γιουροσυμφωνία της 26-10-11 και τους κλυδωνισμούς (κι αποκεφαλισμούς) στο στρατό που δεν αφορούσαν βέβαια την απειλή κάποιας εκτροπής, όπως ψιθυρίστηκε, αλλά οπωσδήποτε την αυξανόμενη μουρμούρα που κυοφορείται εκεί με κίνδυνο τη σύγκλιση του στρατιωτικού φρονήματος μ' αυτό των αγανακτισμένων, μ' όλη τη σημασία του. Αυτό μάλιστα, ως προοπτική ανεξέλεγκτης μεταπολιτευτικής περιπέτειας εξώθησε εσπευσμένα το Γιώργο στα περί δημοψηφισματικής προσφυγής στο λαό και την ακόλουθη ρήξη με τους έξω, τους μέσα και τους πιο μέσα.

Καθώς στα δημοψηφισματικά ψευδοδημοκρατικά και στα πετσάλνικα τερτίπια-απόνερα της πτώσης υπογραμμίζονται έντονα τα παπατζίδικα του ανδρός, δε βρίσκει εύκολα χώρο η κραυγή του ότι λιθοβολείται ενώ σταυροκουβαλά. Ολοι γνωρίζουμε το Γιώργο ως συμπρωταγωνιστή της καταστροφικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ επί χρόνια, ως πρωταγωνιστή της μεταναστευτικής άλωσης της χώρας και της ιστορικής αμνησίας, του σχεδίου Ανάν και του καραχασανισμού, της αμερικανιάς και της κεϋνσιανής φούσκας, της ψευδοτεχνολογίας και του πρασινάλογου, του μανανδριανοπουλισμού και του προσωπικού κρατικοκομματικού απαράτ, της ψευδοδιαβούλευσης και της απόκρυψης των ουσιωδών, της υπονόμευσης του Καραμανλή και της Βατοπεδινής σκευωρίας, του ψεύδους ότι λεφτά υπάρχουν και των απατηλών εκμαυλισμών, της μαγειρεμένης διόγκωσης του ΝΔ ελλείμματος και του μνημονίου, των υποχωρήσεων στις παρασιτικές πιέσεις και της συνθλιπτικής για τους αδύναμους κατανομής των βαρών. Και πολλοί γνωρίζουμε την από μέρους του περαιτέρω διαμόρφωση ενός κομματικού εξαμβλώματος σε πλήρη αποκοπή απ' την κοινωνική εκπροσώπηση, σε πλήρη αποκοπή απ' την πολιτική σκέψη και τη δημοκρατική λειτουργία, σε πλήρη συντονισμό με τον εξωθεσμικό βρόγχο στην κοινωνία και τον παρασιτισμό κάθε είδους, με μαζικά κι άμεσοδημοκρατικά εκλεγμένο τον προεδρικό ολοκληρωτισμό και πολύβουη την αυλή από ανόητους διάνους.

Παρ' όλα αυτά καθόλου δεν ισχύει η διακινούμενη από εξωθεσμικούς κι εξυπνάκηδες άποψη ότι ο Γιώργος είναι ανόητος. Μ' όλα τα κατά περίπτωση ανόητα, ο Γιώργος έχει επιδείξει πολιτικές και τακτικές ικανότητες ανάλογες μ' αυτές που αξίζουν στο προοδευτιλίκι μας, αλλά κι ανάλογες ενός ριζοσπαστισμού και μαχητικότητας που λίγοι διαθέτουν, κι όσοι διαφωνούν ας παραθέσουν ονόματα. Μα ούτε ισχύει το βαρύτερο που του καταλογίζεται από πολλούς (κι απ' τον Μίκη, ιδιαίτερα, δυστυχώς) ότι όλα τούτα δεν είναι θέμα ανικανότητας αλλά εντεταλμένης αντεθνικής μεθόδευσης. Μ' όλα τα τυχόν καταστροφικά αποτελέσματα κάποιας πολιτικής ή όταν αυτή έχει πλευρές αμφιλεγόμενες ή συγκρουόμενες με το κοινό αίσθημα, ως συνήθως ισχύει στα δύσκολα (πχ. Ζυρίχη ή Ανάν ή μεταναστευτικό κτλ.), η εύκολη προδοτολογία είναι αυτοχειριαστικό παπατζιλίκι κι αυτή τη φορά όχι απ' το Γιώργο ούτε απ' τον Ανθιμο. Το ζήτημα κατά κύριο λόγο αφορά την κοινωνική εξουσιοδότηση για τις πολιτικές αυτές, και μάλιστα όχι τη στενά τυπική ως ορύονται οι απολιτίκ συνταγματολόγοι (πχ. ο Μεταξάς του ΟΧΙ, δεν τη διέθετε) κι εν τέλει αποτελεί ζήτημα δημοκρατικής ουσίας και πολιτείας που υπέρκειται των τυπικών θεσμών. Επ' αυτού κυρίως ευθύνεται ο Γιώργος έχοντας υποκαταστήσει (και αυτός) την αναγκαία δημοκρατία με την φιλελελεύθερη ΚΑ των «δυναμικών μεσοστρωμάτων» και τα εκεί όρια, που είναι φυσικά και τα δικά του όσο κι αν απέχει του λοιπού ΚΑ εσμού. Αυτό που κυρίως όφειλε κι επί του οποίου είναι υπόλογος ήταν το αναγκαίο δημοκρατικό βήμα (το έγκαιρο, παιδευτικό και διαρκές πολιτειακό δημοψήφισμα, ας πούμε σχηματικά), δηλ. η συνδρομή στην υπέρβαση του πολιτικού συστήματος για την οποία υπήρχε όλος ο χρόνος και οι ευκαιρίες, απ' την ανάληψη της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ έως την πρόσφατη πτώση του. Για να το πούμε αλλοιώς, ο Γιώργος δεν είναι υπόλογος για εθνική μειοδοσία ή τυπικές συνταγματικές παραβιάσεις όπως α-πολιτικολογούν πολλοί, αλλά για καταστροφικό πασοκοπαπατζιλίκι - επί πρωτοπαπά κι επί νίκω κι επί κεντροαριστερά κατηγορείται ο Γιώργος.

Περαιτέρω οι καταλογισμοί για ελλειπή ελληνικότητα του Γιώργου αφορούν επίσης μιζέριες και τύφλες. Μ' όλη την αμερικανιά (που κάλλιστα μπορεί να συνυπάρχει συνεργικά, και συνυπάρχει σε πλήθος συμπατριωτών) ο Γιώργος έχει παιδεία και συνείδηση βαθειά ελληνική, βαθύτερη από πολλούς φουστανελάδες, κι ας μη σταθεί κανείς εδώ στα ζεϊμπέκικα ή τα λαζοπουλοσαρδάμ.

Τέλος, βαρύνεται ο Γιώργος με τα των 3 οικογενειών που κυβερνούν μισό αιώνα. Δεν ήταν ίδιοι όλοι αυτοί, ούτε η Ντόρα είναι Γιώργος ή Καραμανλής, ούτε ο Σημίτης ή οι συγκυβερνήσεις του 89-90 ήταν των οικογενειών. Και βέβαια οι φαναριώτες δεν ήταν Μακρυγιάννηδες, ήταν όμως ρωμιοί και μάλιστα χρήσιμοι στη χώρα μ' όλα τους τα κουσούρια. Όπως και να ‘χει ήταν (και είναι, κάπως) στο χέρι του Γιώργου να διαχειριστεί το όνομα που κληρονόμησε, κοιτάζοντας όμως και το ρολόϊ που επίσης έχει κληρονομήσει.

Δεν δικαιούται να κραυγάζει για σταυρούς και λιθοβολισμούς ο Γιώργος, επέλεξε το ΚΑ παπατζιλίκι κι αυτό επιστρέφει εναντίον του ως λίθος, πρώτα απ' τους ίδιους τους κομματικούς και ιδιαίτερα τους προσωπικούς του φίλους (ιστορικούς και νέους - εδώ ένα παράπλευρο ζήτημα με πολιτικό κι ανθρωπολογικό ενδιαφέρον) εξ άλλου το βαρύ σταυρό δεν τον κουβαλά αυτός αλλά οι πιο αδύναμοι Ελληνες. Άλλο όμως τι δικαιούται αυτός κι άλλο τι υποχρεούται η κοινωνία επ' αυτού, όπου και η συνέχεια.

Για να κοιτάξει κανείς το Γιώργο κατάματα, όπως και τον καθρέφτη του ή το αύριο του παιδιού του, δεν αρκεί να του ανεμίσει τις αμαρτίες του όλες, ούτε καν να του δείξει τις δικές του πληγές - ο άνθρωπος του παράπονου και της οργής, απέχει απ' τον άνθρωπο του δίκιου και της δικαίωσης. Για να κοιτάξει κανείς το Γιώργο κατάματα, πέρα απ' το κοψοχέριασμά του, οφείλει να απαντήσει πρώτα σε δυό ερωτήματα που αφορούν την πολιτεία του και την πολιτεία μας, και παραμένουν επίκαιρα και καυτά. Το ένα το έχει απευθύνει σ' όλους επανειλημμένα ο ίδιος, το άλλο έχει τεθεί από πολλές κατευθύνσεις με τη μορφή κριτικής στη μνημονιακή μεθόδευση από μέρους του.

Ξεκινώντας απ' το δεύτερο θα δεχθούμε, κι όχι μόνον ως απλή υπόθεση εργασίας, ότι η πορεία στο μνημόνιο, τουλάχιστον μετά τους πρώτους μήνες της θητείας του το 2009, μεθοδεύθηκε απ' τον ίδιο. Θα παρακάμψουμε εδώ τη συζήτηση για τα κίνητρα και το ιστορικό στα οποία έχουμε αναφερθεί παλιότερα, και θα επαναλάβουμε μόνον ότι τα προδοτικά-συνωμοσιολογικά που διακινήθηκαν ως ερμηνεία είναι βλακώδη και κακιασμένα. Θα δεχτούμε επίσης ότι το μνημόνιο θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, αν η χώρα ξεκινούσε έγκαιρα την αναγκαία ανατακτική προσπάθεια απέναντι στην ήδη πτώχευσή της, προσπάθεια λιγότερο επώδυνη και βίαιη απ' τη σημερινή, πλήν σαφώς επώδυνη. Το ερώτημα είναι αν πολιτικό σύστημα και κοινωνία το 2009, θα αποδέχονταν να αναλάβουν μια τέτοια μακρά και δύσκολη προσπάθεια χωρίς την έξωθεν ασφυκτική πίεση (και βοήθεια). Αυτογνωστική ειλικρίνεια χρειάζεται εδώ, συναίσθηση του πανταχόθεν σημερινού πολιτικού λόγου και μνήμη του τότε πολιτικού λόγου, καθώς και μνήμη της μαύρης ψήφου στον Καραμανλή τού «λεφτά δεν υπάρχουν». Αυτογνωστική ειλικρίνεια. Καθόλου αυτό δεν δικαιώνει τα ΓΑΠ εγκλωβιστικά τερτίπια, απέναντι στα οποία όμως δεν δικαιώνονται ούτε οι εύκολες συνταγές ούτε η προδοτολογία ούτε οι στρουθοκαμηλισμοί. Υπογραμμίζει μόνο την ανάγκη για εκείνη την πολιτεία και πολιτική που υπερβαίνει την αλλότρια Δ-ΚΔ-ΚΑ-Α και τα οργανικά τερτίπια της, την ανάγκη για μια πολιτεία και πολιτική ικανή να διατυπώσει και αντιμετωπίσει τα βιοτικά προβλήματα με κοινωνική ευθύνη, μια πολιτική πέρα απ' αυτή που έχει ως οροφή την «αναγκαία διαχείριση της κοντόφθαλμης αγέλης» και το μνημονιακό διασωστικό της μάντρωμα.

Περνάμε στο πρώτο ερώτημα, που ο ίδιος το έθεσε επανειλημμένα και με σαφήνεια. Μπορούμε να σπάσουμε οποτεδήποτε το μνημόνιο. Να το κάνουμε; Γνωρίζουμε τη στενή απάντησή (μας), μα αν μας στενεύει η στενότητα δεν αρκεί να την ονομάζουμε φαρδύτητα ούτε να την ξορκίζουμε. Τότε;

Πρώτα, ξανά δυο λόγια για τις επαναδιαπραγματευτικές αστειότητες. Στο παρόν πολιτειακό χάλι και στα όρια απόδοσης που αυτό προδιαγράφει, διαπραγμάτευση έγινε και γίνεται απ' το Γιώργο και το λοιπό γνωστό προσωπικό και οι βελτιωτές εδώ περισσεύουν όπως και η ρεζιλυποκρισία τους, καθώς έγινε πολλάκις φανερό την περίοδο αυτή. Βεβαίως επαναδιαπραγμάτευση ουσιαστική και με πραγματικά περιθώρια και νόημα, απαιτεί ομοψυχία και πολιτικότητα πέραν του μυξοπαζαριού του ζήτουλα, που μόνον ένα πολιτειακό άλμα μπορεί να εξασφαλίσει, κι αυτό δεν το πετύχαμε ακόμα, αφού περί άλλα τυρβάζουμε, οι πεινασμένοι και οι χορτάτοι.

Περαιτέρω θα σταθούμε στη γνωστή αριστερή κριτική, και δη όχι στα φαύλα λογοκοπικά της στοιχεία, αλλά στα βαθύτερα ιδεο-στρατηγικά, αυτά της «αποδομητικής-ασυμμετοχικής πολεμικής». Θα σταθούμε κατ' αρχήν για να πούμε ότι η στρατηγική της αποσαθρωτικής πλειοδοσίας, οργανικά δημαγωγική και σχεδιασμένη πρό αιώνος για να κοπαδιάσει μουζίκους κι ασύνειδα πλήθη κάτω απ' το (ψευδο)ελευθερωτικό κόμμα, έχει τελειώσει ως μη κοινωνικά αποδεκτή - δεν είναι τόσο ασύνειδα τα πλήθη σήμερα αφού έμαθαν ότι αποδόμηση και οικοδόμηση πάνε μαζί, αν είναι όντως δικές τους. Θα διατυπώσουμε επίσης το ερώτημα που έχει σκεφτεί κι απαντήσει όλος ο κόσμος. Αν - λέμε τώρα - σ' ένα κλικ προέκυπτε μια κυβέρνηση «του λαού» σήμερα, μ' αυτούς εκεί στη θέση τούτων δω, τι θα ‘κανε ακριβώς με τα μνημόνια και τα λοιπά η κυβέρνηση αυτή, θα τα έσπαγε ή θα κρεμιόταν απ' αυτά σαν το νιάνιαρο στο βυζί, και σε τι ο Στρατούλης και ο Μαϊλης κι ο Μαντρέκας θα μπορούσαν να συγκριθούν (και ως πολιτική βούληση, κι από κάθε άποψη) με το Γιώργο, τον χιλιοτρύπητο ; Λέμε τώρα...

Ο Γιώργος, είναι ένα πρόσωπο τραγικό - στοιχεία ριζοσπαστικά, αμερικανιές, παπατζιλίκι, ΚΑ όρια, τζιτζιφρίγκοι τριγύρω και βουνά ευθυνών και μεγάλη της χώρας καμπή - ένα απ' τα τόσα πρόσωπα μιας χώρας που πασχίζει να βρεί το πρόσωπό της, ένα πρόσωπο που ήδη βαδίζει στην κάθαρση. Δεν είναι η πτώση και το ανάθεμα η κάθαρση, ο Γιώργος πολύ μπροστά από άλλους πολλούς είχε συμφιλιωθεί μ' αυτή, και δε μιλώ για την κουτσή καρέκλα που συνεπαίρνει άλλους, για το λιθοβολισμό μιλώ, μ' αυτόν ακριβώς είχε συμφιλιωθεί ξέροντας πώς τα ‘χει αυτά η ζωή και η πολιτική (ζούγκλα) ιδιαίτερα, ελπίζοντας ωστόσο σε ιστορική δικαίωση κάποτε, όπως κι ο Κώστας που λιθοβολούσε ο ίδιος. Κάθαρση είναι η τωρινή γνώση καθώς την αποκτά, η γνώση πως ούτε αυτή η δικαίωση έχει έδαφος και σημασία και νόημα, μα πως παρ' όλα αυτά η ζωή, η πολιτική ζωή, έχει το νόημά της. Δεν γνωρίζω σε ποιό βαθμό το έχει αυτό πράγματι καταλάβει, νομίζω περισσότερο απ' όσο έχει καταλάβει τα όρια της ΚΑ, και περισσότερο απ' όσο οι πιο πολλοί κριτικοί του. Ούτε γνωρίζω πώς ακριβώς αυτά θα ορίσουν τις στριμωγμένες πια επιλογές του, που θα εξακολουθήσουν να έχουν κάποια σημασία έτσι κι αλλοιώς, μέσα στο γυμνό και πολύβουο πολιτικό τοπίο. Μα πιο πολύ σημασία ίσως έχει το αναγκαίο βλέμμα στο Γιώργο, όχι ως οφειλόμενη απόδοση Δικαίου - υπάρχουν πολύ μεγαλύτερα άδικα και προτεραιότητες στον τόπο - αλλά επειδή το ανοιχτό βλέμμα στους πρωταγωνιστές των κρίσιμων καιρών αποτελεί βασικό

10. Ο Μίκης και το τέλος της εθνικολαϊκής επιστήμης

Ο Μίκης είναι χαρακτηριστική περίπτωση πολιτικού διανοούμενου. Διανοούμενος, αν και δεν είναι θεωρητικός (τυπικός παραγωγός θεωρίας) είναι ταυτόχρονα πολιτικός, όχι με την έννοια του πολιτευόμενου ή του κομματικού στελέχους αλλά της αδιάλλειπτης παρουσίας και παρέμβασης στα πολιτικά πράγματα. Απ' αυτή την άποψη, ανεξάρτητα απ' τις ειδικότερες πολιτικές θέσεις του, αποτελεί κορυφαίο πρότυπο, χρήσιμο στην α-πολιτίκ ή υπο-πολιτίκ διανόηση.

Η περίπτωση του Μίκη έχει ιδιαίτερη σημασία από πολλές πλευρές, και οπωσδήποτε καταδεικνύει τα όρια ακόμα και μεγάλων προσωπικοτήτων, μπροστά στην πυκνότητα των καιρών, μπροστά στις σημερινές ιστορικές προκλήσεις που κινούνται ταχύτατα για να βρεθούν τελείως έξω απ' το βεληνεκές του αριστερού λόγου.

Για να κατανοηθούν τα όρια του Μίκη πρέπει πρώτα να κατανοηθεί το μέγεθός του. Οχι αυτό του μεγάλου μουσικού που όλοι αναγνωρίζουν και που πολλοί προβάλουν με τρόπο που κρύβει το πολιτικό του μέγεθος. Ούτε αυτό του αγωνιστή που βρέθηκε πάντα μπροστά, απτόητος από διώξεις, ακατάπαυστα απ' την κατοχή ως τις μέρες μας. Οχι πώς ο αγωνιστής κι ο μουσικός δεν βρίσκονται ήδη μέσα στον ιδεολόγο και πολιτικό Μίκη, όχι πως το καθένα απ' αυτά δεν τρέφεται και δεν τρέφει το άλλο, κάνοντας όλα μαζί τον μεγάλο αυτό Ελληνα. Μα υπάρχει πάντα η ειδικότερη πολιτική και στοχαστική πλευρά στους ανθρώπους, ιδίως στους πολιτικούς διανοοούμενους, απαιτώντας την ειδικότερη ανάγνωσή της. Η ειδικότερη πολιτική ανάγνωση όμως ανθρώπων (όπως και καταστάσεων) δεν είναι εύκολη, ιδίως οταν αυτοί κινούνται μπροστά απ' τα εκάστοτε αναγνωστικά στερεότυπα, συνεισφέροντας μοναχικά κι επίπονα στην ίδια την αναδιαμόρφωσή τους - και τέτοια είναι η περίπτωση του Μίκη.

Δεν θα επιχειρήσουμε εδώ μια ανάλυση της πολιτικής σκέψης-πράξης του Μίκη, όπως μέτρησε και μετρά στα κοινωνικοπολιτικά μας πράγματα και την πολιτική σκέψη ειδικότερα. Θα προσπαθήσουμε ωστόσο επιγραμματικά να σκιαγραφήσουμε το πολιτικό-στοχαστικό του μέγεθος καταθέτοντας εμμέσως και παράλληλα, τα σχετικά κριτήρια.

Ας τονίσουμε εξ αρχής ότι δεν είναι ο Μίκης απαλλαγμένος από ελλείψεις, αντιφάσεις, εγωϊσμούς και πάθη, μερικές φορές κραυγαλέα, άλλες ομολογημένα-ξομολογημένα, έστω κι αν είναι έτοιμος για έμπρακτη μετάνοια, όσο ελάχιστοι. Ούτε είναι ένας βούδας προσηλωμένος στον ομφαλό της σοφίας, μα ένας νέος 9 δεκαετιών, σε διαρκή ωρίμαση και σε εκρηκτική αισθητική δοσοληψία με τον Κόσμο γύρω του. Είναι άνθρωπος με εξάρσεις, παύσεις και υφέσεις ασφαλώς ή και με χασμωδίες, αλλά και με σχεδόν τραγική αίσθηση της μη αυτάρκειας και του πληρωτέου. Είναι μοναδικός και ιδιαίτερος, όπως όλοι μας, αλλά και μέτοχος του κοινού λόγου και των πολώσεών του, επίσης όπως όλοι μας.

Δεν είναι ο Μίκης ο μόνος πολιτικός που νοιάστηκε για τον τόπο, που σήκωσε αντάρτικο δεξιά ή αριστερά, που πλήρωσε ακριβά, που αξιώθηκε πότε ανάθεμα και πότε αναγνώριση, που πέτυχε σε πολλά ή αστόχησε αλλού. Μα εδώ είναι ένας αντάρτης διαρκής, αντάρτης δεξιά κι αριστερά ταυτόχρονα, πάντα υψώνοντας παρ' όλα αυτά ενωτική κι ενοποιητική σημαία όπως ελάχιστοι, δείχνοντας έμπρακτα την ανάγκη δύσκολων υπερβάσεων, παλεύοντας συχνά ολομόναχος κόντρα στο ρεύμα, ιδίως παλεύοντας σπαρακτικά κόντρα στο φίλιο ρεύμα, πασχίζοντας να δώσει δημιουργικό νόημα στη Συνέπεια μακρυά απ' την εγωϊστική «συνέπεια» των νοθρώνοων κριτών, απτόητος απ' τις κρετινοκριτικές και τα τυφλωτικά μικρά τους «δίκια», χαράσσοντας το δρόμο ως δρόμο καρδιάς και νού, πάντα σε επαφή με παραδόσεις και θεωρίες αλλά και πάντα πιστός στη μεγάλη επιταγή τους, αυτή τού να επιχειρεί κανείς μπροστά απ' αυτές τις ίδιες, με πλήρη επίγνωση ότι αυτό το μπροστά είναι πάντα Χρέος όσο και συχνά Τραγωδία. Θέλει αρετή και τόλμη να στηθείς στον τοίχο, μα η απόφαση να βρίσκεσαι διαρκώς στον τοίχο απλώνοντας το χέρι, είναι η ελευθερία η ίδια.

Δεν είναι ο Μίκης ο μόνος στοχαστής που στάθηκε βασανιστικά στα στραβά και τα διορθωτέα, τα εθνικά και τα οικουμενικά, τα κοινωνικά και τα πατριωτικά, τα δημοκρατικά και τα επαναστατικά, τα οικονομικά και τα πολιτικά, τα ιδεολογικά και τα θεωρητικά... σειρές ζευγάρια αχώριστα κι όλα μαζί ενα βήμα ή ένα άλμα μπροστά από απλουστεύσεις του συρμού και του χαμού, κυρίαρχες ωστόσο και λαμπρές μέσα στην παρακμή τους. Μα εδώ είναι ένας στοχαστής που έχει κατακτήματα σκέψης σ' όλα αυτά τα ζητήματα μαζί, ξεπερνώντας έτσι κορυφαίους στοχαστές της εποχής μας, έλληνες και ξένους, παρά τα μεγαλύτερα κατά τομέα άλματα πολλών - ένας δεκαθλητής με το δικό του μοναδικό ρεκόρ. Και παράλληλα, ένας στοχαστής-ορισμός τού οργανικού διανοούμενου, ένας μοναδικός στοχαστής της Πράξης, υπαρξιακά Πολίτης και αυτονόητα Πολιτικός. Ένα διαρκές Στοχαστικό-Πολιτικό «Παρών», φανάρι ενός μισοχαμένου κοπαδιού σ' ένα μισοχαμένο κόσμο. Ένα μεγάλο πολιτικο-στοχαστικό μέγεθος σε διεθνή κλίμακα, χωρίς αντίστοιχη αναγνώριση παρ' όλα αυτά εν μέσω άγνοιας και διεθνούς ενημερωτικού Μπερλουσκονισμού κι ανάλογων προτύπων.

Ο μεγάλος μας αυτός Μίκης λοιπόν, 9 δεκαετιών νέος, αντέδρασε ως όφειλε στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η κοινωνία και η χώρα μας, με τη χαρακτηριστική του σπίθα. Ταυτόχρονα όμως, η ιδεοθεωρητική αρματωσιά του, μ' ολη τη δύναμή της, καταδείχθηκε ανεπαρκής μπροστά σε πολιτικά στοιχήματα που την ξεπερνούσαν. Η εθνικολαϊκή στρατηγική, τελείως αδύναμη πλέον και στα δυό της σκέλη, ο μετωπισμός που θέλει να αναπληρώσει την αναπτυγμένη κοινωνική συνειδητότητα και την αντίστοιχη ενότητα, η επιστήμη της επανάστασης (καθώς τη λέει ο ίδιος) που επιθυμεί να εντάξει την ελευθερωτική διαδικασία στα όρια της "σωστής" αριστερής σκέψης-πράξης, συνθέτουν φανερά υποκειμενικά όρια κι αδυναμία κατευθυντήριας συμμετοχής στα πράγματα που τρέχουν. Για να επαναλάβουμε την πρό μηνών διατύπωσή του, η ίδρυση της ΚΑΠ-ΣΠΙΘΑ αποτέλεσε γι αυτόν ένα Χρέος και η εξέλιξή της (μέσα σε λίγους μήνες) μια προσωπική Τραγωδία.

Η πολιτική αντίληψη που κατατέθηκε στην ιδρυτική διακήρυξη-κάλεσμα της ΚΑΠ, αποτύπωνε ήδη κρίσιμες ιδεολογοπολιτικές προόδους της κοινωνικής συνείδησης απέναντι στα πράγματα, όσο και ιδιαίτερα κρίσιμες υπερβάσεις του γνωστού λόγου της αριστεράς. Δεν θα επαναλάβουμε εδώ ειδικότερες αναφορές που έχουμε κάνει σε παλιότερη αρθρογραφία μας, ή σχετικές παρουσιάσεις. Θα σημειώσουμε όμως ότι οι όποιες ελλείψεις κτλ. - τυπικές ή ουσιαστικές - στην πολιτική προβληματική της ΚΑΠ, παρέμεναν δευτερεύουσες κι αντιμετωπίσιμες στο προβλεπόμενο λειτουργικό της πλαίσιο. Θα σημειώσουμε επίσης ότι θεωρούμε την τοτινή ή μετέπειτα κριτική στην προβληματική αυτή, από κόμματα και πολιτικές ομάδες, απλή επανάληψη του ψόφιου αριστερού ή κεντροαριστερού λόγου στις διάφορες εκδοχές του.

Φυσικά η πολιτική αντίληψη αυτή έγινε ελάχιστα κατανοητή απ' το συρφετό που προσέτρεξε να στελεχώσει την ΚΑΠ - πράγμα αναμενόμενο εν πολλοίς - διαμορφώνοντας έτσι αφετηριακά, μια κατάσταση αναντιστοιχίας ανάμεσα στην πολιτική και το δυναμικό της Σπίθας. Πολύ περισσότερο όταν η αντίληψη αυτή δεν ήταν ολόπλευρα αφομοιωμένη απ' τον ίδιο το Μίκη, αιωρούμενο ανάμεσα στα αριστερά και τα μετα-αριστερά του βιώματα και κατακτήματα. Ετσι η απάντηση του Μίκη στις Σπιθικές ελλείψεις ήταν δυστυχώς όχι μια δια-μορφωτική πολιτική όπως τη διακήρυσε ως ανάγκη, αλλά μια λενινιστική καρικατούρα, μια ιδεολογοπολιτική οπισθοχώρηση στα ημαρτημένα της αριστεράς - συγκεντρωτισμός, τερτίπια, καπελώματα, διαγραφές κ.τ.λ. «δικαιωματικές υποχρεώσεις της πρωτοπορίας». Εδώ εκφράσθηκε η ασταθής υπέρβαση του αριστερού λόγου από πλευράς Μίκη και η σοβούσα τάση υποστροφής του στον «υπαρκτό συγκεντρωτισμό», εν μέσω της γενικότερης υπερβατικής του πορείας. Αλλ' όχι μόνο εδώ. Γιατί παράλληλα επιβλήθηκε ως υποκατάστατο της ιδρυτικής του κατάθεσης, η πολιτική του «Α.. ως ..Ω» δηλ. η απαίτησή του για πειθαρχημένη στήριξη από πλευράς ΚΑΠ μιας πολιτικής που ο ίδιος έχει υπ' όψην του, μιας πολιτικής που θα έπρεπε να εμπιστευθούν όλοι από θέση ήσσονος μετόχου και περιφερειακού εφαρμοστή, μιας πολιτικής που ξετυλίγεται όπως οι παρτιτούρες του ξεκινώντας σήμερα απ' το Α και που απέχει χρόνους πολλούς ως το Ω και την τότε εφικτή δημοκρατία. Όλα αυτά συνοδεία των «ατσάλινων» προτύπων κι οδηγιών - τύφλα νάχουν τα Στάλι-Νιάρ και τα ΚάργαΚΚΕ. Οι αταβισμοί αυτοί, που φυσικά στάθηκαν διαλυτικοί, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν «λενινιστικά», τουτέστιν απ' την αγραμματοσύνη και την αλλοτρίωση του πλήθους που καθιστά αναγκαία τη σταλινική οδήγηση. Η ανεπάρκεια είναι αφετηριακά δεδομένη στις πολιτικές κινήσεις και ήταν έντονη κι εδώ, ως είχε συχνά επισημανθεί, βοούσε πχ. στα παραληρήματα μελών της ΚΑΠ (αμεσοδημοκρατίες κ.τλ) που άλλωστε ο ίδιος ενθάρρυνε ή της ΣΕ που ο ίδιος συγκρότησε (αντιευρωπαϊσμοί, δραχμεπιστροφές, προδοτολογίες κτλ). Το ζήτημα είναι πλέον κι από ετών, το Πώς αίρεται η ανεπάρκεια αυτή μέσα απ' το Αμεσο Βάθαιμα της Δημοκρατίας, κι όλα τα υπόλοιπα είναι της αριστεράς της τελειωμένης-Τέλος.

Ολα τούτα υπογραμμίζουν πως οι ιδεολογοπολιτικές υπερβάσεις του Μίκη στάθηκαν ανεπαρκείς, παγιδευμένες στον αριστερό λόγο, κι ετσι αδιέξοδες ενώπιον των προκλήσεων, μαζί και της προοπτικής της ΚΑΠ. Δεν έχει πραγματικό νόημα εδώ η άποψη ότι «ο Μίκης ήταν πάντα έτσι», η αναζήτηση αιτίων στα πέραν των αριστερών αδιεξόδων, η ασώματη καταγγελία της αριστερής παθολογίας, ακόμα και η δική του κατά καιρούς ερμηνεία - αδύναμη κι απορημένη. Αυτό που έχει σημασία είναι να κατανοηθεί το ειδικότερο πολιτικό όριο του Μίκη ως ανεπαρκής και υποστρέφουσα υπέρβαση της αριστεράς, παρ' ότι η υπέρβαση αυτή στάθηκε πρωτοποριακή στα όριά της, και σηματοδοτική για το μέλλον και τα αναγκαία της πολιτικής σκέψης.

Η ανεπάρκεια στη Μίκεια υπέρβαση της αριστεράς, εκφράσθηκε περαιτέρω στην πολιτική ζύμωση και δράση (?) της ΚΑΠ με τρόπο πλέον ιλαροτραγικό. Εδώ, η σύνθετη και υπερβατική πολιτική που διακηρύχθηκε, σύντομα συρρικνώθηκε σε μια παράθεση απλουστεύσεων. Η αντιμνημονιακή μονομέρεια και στενότητα, ο υποπολιτίκ νομικιστικός ακαδημαϊσμός, η προδοτολογία, η τύπου τράγκα («σοκ και δέος» κτλ.) ανάγνωση των σύνθετων διεθνών κι ευρωπαϊκών διεργασιών, η εθνική ανεξαρτησία νοούμενη με όρους ανιστορικούς και συσκοτιστικούς - κάτι σαν εθνικόφρον κουκουέ - συνόδευσαν ειδικότερες αστοχίες, αποπαιδευτικές παρεμβάσεις και υστερικούς ακτιβισμούς. Και για την πέραν πάσης αμφιβολίας διαμόρφωση ενός τέτοιου προσανατολισμού, ένα νέο ΕΑΜ (ακριβώς ένα εθνικόφρον-εθνικολαϊκό κουκουέδικο μέτωπο) προτάθηκε ρητά στην κοινωνία ως ελευθερωτικός κοινωνικός φορέας, ενώ έγινε και προσπάθεια να επιβληθούν ως καθοδηγητές του κι επικεφαλής στη Σπίθα κάποιοι τηλεπαλιάτσοι του τζάμπα εθνικολαϊκισμού. Οι μωροφιλοδοξίες των τελευταίων μάλιστα έστρεψαν το Μίκη σε εκλογοπροσανατολισμούς και αστειότητες περί μεγάλου εκλογοποσοστού 53% ενώ μόλις πρίν ο Μίκης μιλούσε στα προπύλαια για κυβέρνηση ειρηνικής επανάστασης και για τη ματαιότητα μερικών εδρών «στα ορεινά της βουλής» - τα 2 αυτά σημεία αφαιρέθηκαν απ' τη δημοσιευμένη έπειτα ομιλία του. Κι αυτά έγιναν ακριβώς τη στιγμή που το κίνημα της αγανάκτησης και οι συστημικοί τριγμοί στη χώρα κορύφωναν την ανάγκη προσανατολιστικού λόγου και διέξοδων παρεμβάσεων. (Την ουσιαστική διάλυση της Σπίθας στη συνέχεια δεν απέτρεψε κάποιο πανελλήνιο συνέδριο το φθινόπωρο που εξέλεξε κάποιο κεντρικό όργανο εν μέσω αλληλοκαταγγελιών περί τις ψηφοφορίες, τις καταμετρήσεις και τα συναφή μιζεραδιέξοδα.)

Η συνολική εδώ υποστροφή του Μίκη στα αριστερά-εθνικολαϊκιστικά-μετωπικά, σήμανε και την πολιτική αποκοπή του απ' την κοινωνία και τις αγωνίες της, την αποσυμπίεση της στριμωγμένης απ' την πλατεία συστημικής αναπαραγωγικής πολιτικής, την κατασπατάληση ενός μεγάλου πολιτικού κεφαλαίου σε ευκαιριακά-μετωπικά αδιέξοδα, την απώλεια μιας μεγάλης ευκαιρίας για την κοινωνία, μια απώλεια που ήδη βιώνει ο ίδιος ως προσωπική Τραγωδία. Η μεταβατική κυβέρνηση προς μια αναγκαία μεταπολίτευση, μια κυβέρνηση mix πλήν επαρκής για να δρομολογήσει μια πορεία προς τη βαθειά δημοκρατία και την ολική ανασυγκρότηση κι αναγέννηση της χώρας, παίχτηκε το καλοκαίρι και χάθηκε, πριν γίνει καν αντιληπτό. Χάθηκε σαν ατελέσφορο τότε παζάρι Γιώργου-Σαμαρά, παζάρι που είχε νέα ευκαιρία και συγκυβερνητική κατάληξη το Νοέμβρη, απόντων απάντων όσων όφειλαν (θέσει και εμπειρία) να υποθάλπουν, αναμένουν και διακρίνουν τα ρήγματα που η κοινωνική πίεση δημιουργεί στο σύστημα καθώς και να τα αξιοποιούν αναλόγως προς μια αποφασιστική μεταπολίτευση. Την ίδια περίοδο κι ενώ η πνευματική ηγεσία της χώρας, περιστασιακά πολιτικολογούσα, ηθικολογούσα και ρεαλιστικολογούσα παρέμενε α-πολιτίκ κι ανέπαφη με τα δέοντα, ο Μίκης υπέστρεφε στον αριστερό εαυτό του. Ετσι η Κοινωνία, φυσιολογικά στα χωρίς ταγούς αντιληπτικά όριά της, μαζί κι ο Μίκης δυστυχώς, χάνονταν συνθηματολογώντας στο στενό αντιμνημονιακό μήκος κύματος, τα αόριστα αντισυστημικά, τα ανόητα αμεσοδημοκρατικά, τα οριακά γιαουρτοϋβριστικά. Βέβαια το πραγματικό στοίχημα, το στοίχημα μιας άμεσης βαθειάς δημοκρατικής-ανατακτικής στροφής στο πλαίσιο του ευρωπαϊκου δρόμου διαρκεί ακόμα αλλά το σύστημα ήδη έχει ανακτήσει κάποιο απ' το χαμένο έδαφος, ενώ ο Μίκης ειδικά έχει πλέον ακυρωθεί ως ισχυρός καταλύτης ανάλογων κοινωνικών και κομματικών ζυμώσεων. Η προ μηνός νέα του απόπειρα από κοινού με το Μ.Γλέζο, πέρα απ' την κατάδειξη του ασίγαστου της σπίθας του, είχε απροκάλυπτα όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που ο ίδιος είχε ονομάσει τραγωδία προηγουμένως. Η νέα κίνηση, η Ε.ΛΑ.Δ.Α. ως Ενιαία Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση, με τον αριστερό-μετωπικό χαρακτήρα της περί τον ΣΥΝ, τους διάφορους παράγοντες να συμ-περιφέρουν εκεί τη ματαιοδοξία κι απολιτικότητά τους, τις αυτοκαταγγελόμενες εσωτερικές διαδικασίες και τα τι είχες γιάννη-τι είχα πάντα, όλα αυτά τέλος πάντων που δε χρειάζονται αναλυτικά να ειπωθούν, αυτά είναι η Ελλάδα του αριστερού αδιεξόδου, και στην Μίκεια εκδοχή της.

Στη θετική πλευρά των λυπηρών αυτών εξελίξεων, πάντως, μπορούμε να δούμε καθαρά το τέλος του αριστερού επιστημονικού εθνικολαϊκισμού, ένα τέλος που είχε προ πολλού καταγραφεί στα αριστερά κομματικά δρώμενα και που τώρα καταγράφηκε και μέσα απ' τη σπίθα ενός κορυφαίου (διεθνώς) και κομματικά αδέσμευτου αριστερού, του μεγάλου μας Μίκη. Υπογραμμίζεται έτσι ότι το πολιτικό στοίχημα, για ένα (εμπειρικό) λόγο παραπάνω, δε μπορεί να είναι αριστερό, αλλά δημοκρατικό.

Θα πει κανείς εδώ. Τι απομένει απ' τη Μίκεια υπέρβαση και πρωτοπορία αν όλα αυτά έχουν έτσι ; Κι όμως, δε θέλει πολύ κλικ-κλικ, αν σταθείς στο κατάλληλο θεωρείο. Τα όσα λέει και πράττει η αριστερά είναι εξ υπαρχής άρες μάρες. Τα Σπιθικά αποτέλεσαν ένα ατελές (κι αποτυχημένο ως εκ τούτου) εγχείρημα απ-αριστεροποίησης του κοινωνικού αγώνα, δηλ. απαντήσεων καθ' υπέρβαση της αριστεράς, υπέρβασης φυσικά εκ των άνω κι όχι εκ δεξιών. Αποτέλεσαν μια οργανική μα ανεπαρκή απόκριση στο κεντρικό πολιτικό και πολιτικοθεωρητικό ζήτημα κι ως τέτοια αποτελούν ποτήρι μισογεμάτο-μισοάδειο, σε καιρούς μεγάλης μα κι ασυνειδητοποίητης λειψυδρίας. Η Μίκεια πρωτοπορία συνίσταται στη μισογεμάτη απόκριση, στα πολιτικοθεωρητικά στοιχεία υπέρβασης της αριστεράς, που έχει καταθέσει στη διαδρομή του εως και τα Σπιθικά. Τα στοιχεία αυτά, ως στοχασμός και πρακτική, σπανίζουν διάσπαρτα στην ελληνική και διεθνή κοινωνία, όντας έτσι πρωτοποριακά και πολύτιμα παρά την ανεπάρκεια και τις αντιφάσεις τους. Τα Μίκεια όρια αφορούν ακριβώς την ανεπάρκεια κι αντιφάσεις των στοιχείων αυτών, την ελλειπή απ-αριστεροποίησή του, την αριστερή υποστροφή του.

11. Πτωχικά

Το τοπίο έχει πλέον την πτωχευτευτική του όψη, ιδίως στις μεγαλουπόλεις, και τίποτα δεν είδαμε. Λουκέτα και κατασχέσεις, συσσίτια κι άστεγοι, αυτοκτονίες και κατάθλιψη. Σχεδόν ένα στα δυό νοικοκυριά έχει 1 μόνο εργαζόμενο με φτηνό κι επισφαλές μεροκάματο να ζήσει τους άλλους, και 1 στα 7 νοικοκυριά δεν έχει κανένα εργαζόμενο. Κατά το Ινστιτούτο Ψυχ.Υγιεινής, το 50% των ελλήνων πάσχει πλέον από μελαγχολία και το 10% έχει συμπτώματα κλινικής κατάθλιψης.

Το κόστος ζωής το 2010-11, κατά τους υπολογισμούς μας, έφτανε τα 2.500 € για 4μελές νοικοκυριό στην Αθήνα, για οριακή άνεση μικροαστικού επιπέδου σε ενοίκιο και με αναλογική ενσωμάτωση σπουδαστικών και μακρονοσηλευτικών βαρών. Το κόστος αυτό είναι μειωμένο ως και 20% στην επαρχία, αυξημένο ανάλογα στα νοικοκυριά με δάνεια, σπουδές, ή αρρώστιες, ενώ διαμορφώνεται ~ στο 80%, 60%, 40% αντίστοιχα για 3μελή, 2μελή και 1μελή νοικοκυριά. Η συμπίεση του εισοδήματος ως τα 3 / 4 του κόστους αυτού είναι οριακά ανεκτή, μεγαλύτερη όμως αφορά καθαρά τη ζώνη της φτώχιας και των σημαντικών στερήσεων, ενώ συμπίεση πέραν του ~ 50% αφορά τη ζώνη πλέον της εξαθλίωσης με έντονα προβλήματα σίτισης και υγιεινής. (Αναφερόμαστε σε πραγματική φτώχεια, μετρημένη σε βιοτικές στερήσεις κι όχι σ' αυτή που ορίζει η ΕΕ με οριο το 50% του μεσου κ.κ.ε. δηλ. τα ~ 15.000 € κ.κ.).

Δεν έχω σχετικά στοιχεία, αλλά είναι φανερό ότι με πραγματικές εισοδηματικές μειώσεις της τάξης του 30% κμο. την τελευταία διετία (χωρίς τις επερχόμενες) πολύ μεγάλο μέρος των νοικοκυριών, ιδίως στις μεγαλουπόλεις, ζεί ήδη στη ζώνη της πραγματικής φτώχειας κι ένα σημαντικό μέρος του στη ζώνη της εξαθλίωσης. Όπως είναι φανερή και η ανάγκη μεταβιβάσεων απ' τα άνετα εισοδήματα (όχι μόνο απ' τα μεγάλα κι ασύλληπτα, αλλά κι απ' τα απλώς άνετα) στα εξαθλιωμένα, η ανάγκη να αποσβεσθεί η βιαιότητα της υποχρεωτικής προσαρμογής σε νοικοκυριά με ανειλημμένα βάρη, και η ανάγκη υπομονής κι αισιοδοξίας σ' όλη τη ζώνη της φτώχιας, όπου μάλιστα η σοφή παροιμία συνιστά καλοπέραση - οι ελληνοπαρέες ξέρουμε ότι δεν εννοεί την ελληνάδικη.

Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση Παπαδήμου - μια κούπα Πασοκ, λίγο ΝΔ, λίγο Ελλάς, λίγο Εοκ, λίγο Πολιτική, λίγο Λογιστική, Λάος μια πρέζα και Λαός όσο πάρει - ανέλαβε, απέλυσε, εγγυήθηκε, υπέγραψε, ψήφισε, διέγραψε, και τελικώς κατέγραψε κάτι. Αιώνα παρα 1 χρόνο πριν, 21.2.1913, τα πήραμε τα Γιάννενα, που λέει κι ο Σουρής, και τώρα 21.2.2012 τα πήραμε τα δάνεια - στοιχειώνεις κι απορείς.

Η άσπρη αλήθεια είναι ότι το Γιουρογκρούπ της 21.2. στήριξε ισχυρά την Πτωχοελλάδα και την Ευρωελλάδα, στέλνοντας ταυτόχρονα παντού, στρατηγικό μήνυμα ευρωενότητας και ευρωπορείας. Απώθησε καζινοCDSάδες, κούρεψε τραπεζίτες, αλάφρυνε ~ 110, πακετάρισε ~ 130 ως το 15, δεσμεύθηκε για νέο πακέτο μετά το 15, (υπο)επιτόκισε 2-3%,κι ανέλαβε σε ευρωδιακρατικό επίπεδο τα ρέστα οφειλόμενα για αποπληρωμή μεσ' σε 30 χρόνια.

Η ασπρόμαυρη αλήθεια είναι ότι αυτά όλα, ισχύουν μόνον εάν συμμαζευτούμε (τρέχοντας) απ' το γλυκό σκόρπισμα, κι άμα τακτικά μεριάζουμε σε χωριστό ταμείο τα χρωστούμενα προς τα οποία και κατευθύνεται το μισό πακέτο των 130, κι άμα κάνουμε μόνιμη γραμματεία φοροεισπράξεων αντί για γραμματείες περαιώσεων, κι άμα επίσης (οϊ-οϊ μάννα μου) ρίξουμε τα μεροκάματα ώσπου να ‘χουν ζήτηση απ' όποιον έχει να παλαίψει κάτι στην παραγωγή κι όχι στην αδεδύ, κι άμα τέλος ρίξουμε τα πολιτικάντικα και γραφειοκρατικά ώστε αυτός ο κάποιος να μη τρακάρει σε μιζέριες και μίζες μα ούτε μισοποταμίς να του προκύψει ελληνοκλαδική σαρπράϊζ, κι άμα τέλος δεσμευτεί ο κόσμος όλος (δηλ. ΚΔ-ΚΑ, δυστυχώς, όχι ο απόκοσμος) ότι τούτα θα τηρηθούν .

12. Αγκάθια και συνέχεια

Η μαύρη αλήθεια είναι ότι παραμένουν 3 μεγάλα αγκάθια. Το ένα είναι ότι PSI-ξεPSI, το 2020 θα απομένει χρέος 120% του ΑΕΠ, αφού το φρεσκοκουρεμένο θα (ψιλο)φορτώνει στο δρόμο όπως φόρτωνε και μέσα στη διετία της πτώχευσης και του «δεν έχω, αλλά όπου αγαπάω το δίνω». Τέτοιο νούμερο ουσιαστικά δεν είναι βιώσιμο, ιδιαίτερα για την ελληνική χαμηλή παραγωγικότητα, και θα κρατά σε ομηρία χρεωκοπίας επί μακρόν τη χώρα έως κάποιο νέο κούρεμα, ίσως μέσα σε ομαδικό κομμωτήριο που θα χρειαστεί προοπτικώς πολύς κόσμος, μαζί και ο πιο προκομμένος.

Το δεύτερο είναι ότι, ναι μεν σωστό κι απαραίτητο το στρώσιμο και η περίφραξη και το όργωμα, αλλά η σπορά και η φροντίδα κτλ, δηλ. οι επενδύσεις, θέλουν και ρευστότητα κι εδώ υπάρχει ένα θέμα. Βέβαια το μισό άνω πακέτο (το άλλο μισό πάει σε χρεωλύσια) είναι γι αυτό το σκοπό, κυρίως μέσω των ελληνικών τραπεζών που θα λάβουν το 1/3 του πακέτου. Οι πιο οικονομολόγοι επιστημονικότατα φαίνονται κι αποφαίνονται - δε φτάνουν ρε Μερκοζί, δώσε κι άλλα. Οι Μερκοζί - έχουν τραβήξει και ξενύχτια τελευταία κι έχουν και νεύρα - απαντούν με χαρακτηριστική γοτθογαλατική ευγένεια, ρε άντε πάγαινε από κεί, καραγκιόζη, απορρούφα πρώτα τα έτοιμα και καθούμενα του ΕΣΠΑ, για δουλειές εννοείται αφού κάνεις και τον οικονομολόγο και σχεδιαστή, αν ήταν για απλό μοίρασμα θα γίνονταν μπουχός σε μια προ ημερησίας διατάξεως συνεδρίαση της βουλής. Και που ‘σαι, η αφορολόγητη εκάλη σας τα ‘ χει στην Ελβετία.

Μετά τις νεοφιλελεύθερες αυτές προσβολές, οι Ελβετόψυχοι (που λέει κι ο Πανούσης) αφού διαμαρτυρηθούν και καταγγείλουν την επέμβαση στα εθνικά ζητήματα μουρμουρίζουν αποφασιστικά - «άστα ‘κεί, που να μπλέκω με σας», κι αν είναι να μπλέξω, πρώτα φώς αλλοιώς πάω Βουλγαρία. Εδώ επεμβαίνει ο Βενιζέλος (ο παρασυρμένος κι άτυχος, που λέει κι ο Μίκης) σε συγκροτημένη και γλαφυρή ημίωρη παρέμβαση για να πεί «σας παρακαλώ, Ελβετέλληνες και σεις Ευρωτσολιάδες, φέρτε τα και ‘γω είμαι εδώ». Πέρα, απ' το ιλαρό του πράγματος, το θέμα ρευστότητας έτσι έχει περίπου, δηλαδή είναι ένα σοβαρό αγκάθι, σε τίνος όμως το μάτι ;

Το τρίτο αγκάθι είναι ότι, πέρα απ' τα εισαγόμενα ή επανεισαγόμενα (στρώσιμο και ρευστότητα), κάτι πρέπει να κάνει, αφού πρώτα σκεφτεί κάτι να κάνει, κι ο εγχώριος εργαζόμενος - τι διάολο να κάνει, μήπως περπατάει τίποτις, πώς να το κάνει, με τι να ξεκινήσει, δε φτάνουν, πώς ν' αφήσει τα που ‘χε μάθει, που να μπλέξει, πώς να ζήσει στο μεταξύ, έχει και δάνειο, είναι και το παιδί φρικιό, που να ξεκουβαλάει, τι να εμπιστευθεί, τα νοίκια ακούνητα, ποιόν να ρωτήσει, πάλι απεργούν, 3 μήνες για ένα κωλόχαρτο, επιταγές σαν ελληνομόλογα, κι αυτοί δίκιο έχουν, κωλοκάναλα, ρε μια απλή και σίγουρη δουλειά ζητώ, λίγα ψίχουλα ρε κι όχι πλούτη και παλάτια σαν τις προάλλες, πού γυρνάς, δεν είναι αρμόδιο το ΚΕΠ, ρε δεν είμαστε κράτος, άνθρωπος είμαι και ‘γω, ο Καρατζαφέρης τα λέει καλά, μας έχουν μπερδέψει όλοι, για το καλύτερο αγωνίζομαι, πάω στην Τράπεζα τίποτα, πάλι ΤΕΒΕ γαμώτο, αυτοί φταίνε, ήρθαν και τα τέλη, τι θα γίνει εν τέλει ; Το αγκάθι αυτό, είναι να μπούν όλα αυτά σε σειρά να βγάλουν νόημα όλα μαζί απ' το κρυμμένο του καθενός - εκτός και δεν είναι αυτό το ζήτημα και φταίει ο αόρατος καπιταλισμός που το κρύβει. Αγκάθι λοιπόν και τριβόλι, δηλ. με 3 πλευρές. Κάποιος να πάρει τα σκόρπια μεγάλα δίκια μέσα απ' τ' άδικα, κι από χάβρα να τα κάνει κοινό λόγο και συνενόηση και στήριξη κι εμπιστοσύνη με έλεγχο και λογαριασμό και πολιτεία. Κάποιος να πιάσει να μοιράσει το υστέρημα, όχι στα ίσα, μα ίσα-ίσα ανθρώπινα, δηλ. για την επιβίωση αλλά και για την πίστη και την ελπίδα και τη δημιουργία. Κάποιος να πάρει μολυβόχαρτο να μετρήσει και να σχεδιάσει - όχι παπαγαλία τα κολλεγιακά, μα σαν παιδί που το σπούδασε η κοινωνία και τη νοιώθει και την ακούει και τη μεταφράζει στα μπροστά, και πάλι με το αζημίωτο, μα όχι νταβατζιλίκι - να φωτίσει νού και προσπάθειες. Αυτός ο κάποιος, μπορεί να μείνει ευχή ή να απαιτηθεί πολιτικά απ' την κοινωνία ν' αναστηθεί, ως νέο, δημοκρατικό πολιτικό σύστημα.

Αν όλα γίνουν, και η άλλη ανάπτυξη πάρει μπρος, και διεθνώς το γκρεμίζω-χτίζω αναζητήσει δρόμο χωρίς καταστροφή, με 2-3 % το χρόνο σε 20 - 30 χρόνια η χώρα θα ορθοποδήσει - στην ουσία θα ορθοκεφαλίσει άμεσα, θα ζήσει ανθρώπινα κι αισιόδοξα κι αξιωτικά και δόξα τω Θεώ την ίδια της τη ζόρικη ανόρθωση. Λέμε, αν... Μα πώς να γίνουν όλα τούτα θα πεί κανείς, και πολύ δίκιο έχει, κι αν δεν αρχίσουν σύντομα να γίνονται, όλα θα συνεχίσουν ανάποδα, εξυγιαντικά κι εθνικολαϊκά. Μα πάλι λέω ότι αφού κάμποσα τα έχει η μετριότη μου, πολιτικά και διαρθρωτικά, σίγουρα θησαυροί υπάρχουν σ' αυτό τον τόπο - κάτι να τους βγάλει μπροστά, ένα γκρεμίζω-χτίζω πολιτικό σύστημα.

Εκλογές εν όψει κι αναδιατάξεις μέσω κατακερματισμού κι ανατροπών στο πολιτικοκομματικό σκηνικό - ας μη μπερδευόμαστε, άλλο πράγμα είναι το πολιτικό σύστημα-μανωλιός που φοράει τα διάφορα σκηνικά ανάλογα τον καιρό. Το Πασόκ είναι εδώ με κάθε τρόπο μειοψηφικό, ως το ποσοστό του σκληρού του πυρήνα, του μεσοστρωματικού-κρατικοδυναμικού, έχει να αποκαταστήσει τα εσωτερικά ρήγματα με ΔΕΚΟ κι ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία, έχει να εκλέξει και το Βενιζέλο μετά τα αποκριάτικα, ο Στέφανος επιμένει και στην υποψηφιότητα όσο και στα αντιμνημονιακά, πάντα τα μισά τα είχε.

Εν όψει εκλογές, σπρώχνει ο Γιώργος να τις καθυστερήσει με ψευδεξεταστικές για το ψευδέλλειμμα που μαγείρεψε ο ίδιος, μα πόσο να τις καθυστερήσει, νέα συγκυβέρνηση μετεκλογικά - γομάρι έχει ειπωθεί, προσεχώς σαμαρωμένο και ο Παπαδήμος φάντης, ίσως απαραίτητος στα νέα γιουροξενύχτια του καλοκαιριού. Η ΔΗΜΑΡ δε θα συμμετάσχει, λέει, θα ‘χει ενδιαφέρον να κρεμαστεί η κατάσταση στον έρωτά της, κάθε συνεπής αριστερά ακριβώς αυτό φοβάται, μην τη χρειαστεί κανείς. Ο Γιώργος δήλωσε ότι δεν είναι Καραμανλής και θα είναι παρών, δηλώσεις του Γιώργου, μπορεί να ‘χουν και βάση. Τα αγκάθια πάντως θα είναι παρόντα, μαζί και η φτώχεια να βαθαίνει και νέα μέτρα όσο τ' αγκάθια απαξιώνουν τα προηγούμενα.

Αντιπολίτευση ντούρα, αντισυστημική, όχι αντιπολίτευση στ' αγκάθια μα για υψηλό σκοπό, για προοδευτικούς συσχετισμούς κατά του μαύρου μνημονιακού μετώπου. Αγνοια θανάτου κρυμμένη σε πρόσκαιρα αριστερά διψήφια ποσοστά ΔΕΚΟ και συναφών, εκεί και οι αδιάβαστοι καλοσοσιαλιστές, περαστικοί, καλόπαιδα που ζητούν αδιάβαστοι να απαγγιάσουν και να βρούν νόημα στο τώρα και το αύριο - δε γίνεται ρε παιδιά αδιάβαστο κι ακοινώνητο το θαύμα, οδηγεί σε ΠΑΜΕ και σε Σπάμε και στην καλύτερη οδηγεί σε ΔΕΚΟ χρεωκοπία. Κομματάκια να μπαζώσουν τα ρήγματα - δημαράδες και καμμένοι και βάλε - 8κομματική ίσως βουλή, αφού τόσες πολλές λύσεις και προτάσεις ασφυκτιούν στις ουρές του συσσιτίου.

Η «πολιτική τάξη» (άλλο και τούτο πάλι, βάρβαρο κι αποκαλυπτικό) σε στοίχημα αναπαλαίωσης, κι ο πρόεδρος που είχε γνωματεύσει προ διετίας ότι την κρίση τη δημιούργησαν οι τράπεζες, έχει εκχωρήσει το μισθό του, ψηλότερο του Ομπάμα. Η κοινωνία σε στοίχημα επιβίωσης και υπέρβασης, χωρίς οδηγούς, μα με μεγάλο κοινό σε παγκόσμια πρώτη διαρκείας - δήμαρχοι ξένοι εκχωρούν τους μισθούς τους, με 1100 χαλάν την πιάτσα της ΚΕΔΚΕ, πλατείες του κόσμου απέναντι στη ΓουώλΣτρητ και δίπλα στο νέο σύνταγμα, η οικουμένη όλη άλλη μια φορά ανακατεμένη απ' τη χώρα αυτή την ανακατεμένη, η οικουμένη σε αναζήτηση εξιλέωσης και φωτός και δημοκρατίας, η Διανόηση της χώρας που είναι ;

Δημήτρης Τζουβάνος, 25 - 2 - 12



[1] ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ: Τὸ βιβλίο τοῦ Δημήτρη Τζουβάνου "Κρίση κι από-κριση" (Αθήνα, φυλλομάντης, 2010) κυκλοφορεῖ στὰ κεντρικὰ βιβλιοπωλεῖα. Τα ἀναφερόμενα ἄρθρα μπορεῖτε άπὸ ἐδῶ νὰ τὰ ἀνοίξετε σὲ διπλανὸ παράθυρο:

1) ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΚΡΙΣΙΟΛΟΓΙΑ, ΣΗΜΕΡΑ

2) ΦΙΛΕ, ΤΟΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ!



0 Σχόλια

Δεν υπάρχουν σχόλια.

Υποβολή σχολίου
Δεν θα δημοσιευθεί

Ειδοποίησέ με μέσω e-mail σε απαντήσεις
Συλλαβισμός Συλλαβισμός

Tsipras-01

Κείμενα του ιδίου :

Πρόσφατες δημοσιεύσεις

γιά τήν σύνδεση στο Forum...





Αρχή σελίδας