Ἐξώφυλλο arrow Περιεχόμενα arrow Θέματα arrow ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ

ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ

Γράφει: François HOUTART

(Δημοσίευση: 6 Ἀπριλίου 2007). Συμβολὴ μέσα στὸ πλαίσιο τῆς ὁμάδας ἐργασίας Ε΄ τῶν Espaces Marx: «Ποιοὶ οἱ τελεστὲς τοῦ κοινωνικοῦ μετασχηματισμοῦ; Ἡ ἐμβέλεια τῶν σημερινῶν ἀγώνων μὲ τὸν μεγαλύτερο συμβολισμό. Ποικιλία, νέα πολλαπλότητα-ἑνότητα. Κινήματα, ΜΚΟ, φόρουμ, δίκτυα, σύλλογοι, συνδικάτα, κόμματα... καὶ χειραφέτηση».
Ὁ Francois Houtart (1925) εἶναι Βέλγος μαρξιστὴς κοινωνιολόγος καὶ καθολικὸς ἱερέας. Ἔχει ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ὑπόθεση τοῦ Τρίτου Κόσμου (μτφρ. Γιάννης Φ.Φωτόπουλος).

 

 

Houtart11062007Η συνάντηση «Όχι στην ALCA - Μια άλλη Αμερική είναι δυνατή» γίνεται παράδοση και μετέχει με τρόπο στρατηγικό στη γέννηση του νέου ιστορικού υποκειμένου. Μπορούμε να τοποθετήσουμε αυτή τη διαδικασία στο τέλος της δεκαετίας του '90, εικοσιπέντε χρόνια μετά τη Συναίνεση της Ουάσιγκτον και δέκα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου...

...Ένα τέτοιο βήμα μπροστά προετοιμάστηκε από πολλές πρωτοβουλίες: την PP-XXI (People's Power 21) στην Ασία, που ένωνε πολλές δεκάδες ΜΚΟ και μερικά ασιατικά κοινωνικά κινήματα, τη «διαγαλαξιακή» συνάντηση των Ζαπατίστας στο Τσιάπας ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, το Άλλο Νταβός που μάζεψε στις αρχές του 1999 πολλά κοινωνικά κινήματα από τέσσερις ηπείρους στη Ζυρίχη και το Νταβός, την ίδια εβδομάδα που γινόταν το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ.

Όλα αυτά κατέληξαν αφενός σε μία αλυσίδα συστηματικής διαμαρτυρίας ενάντια στα κέντρα παγκόσμιας εξουσίας: τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, την Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, το G8, την Ευρωπαϊκή Συνάντηση Κορυφής, την Αμερικανική Συνάντηση Κορυφής κ.λπ, κι αφετέρου οδήγησαν στα Κοινωνικά Φόρουμ, φόρουμ παγκόσμια, ηπειρωτικά, εθνικά και θεματικά, τόποι σύγκλισης κινημάτων και οργανώσεων που αγωνίζονται ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό. Τα κοινωνικά κινήματα έπαιξαν έναν κεντρικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Πρέπει λοιπόν να σκιαγραφήσουμε ένα γενικό πλαίσιο σκέψης σχετικά με την εξέλιξη των γεγονότων.

Ι. Γιατί ένα νέο ιστορικό υποκείμενο;

Η ιστορία της ανθρωπότητας χαρακτηρίζεται από μία πολλαπλότητα συλλογικών υποκειμένων, που είναι αφενός φορείς αξιών δικαιοσύνης, ισότητας, δικαίου κι αφετέρου πρωταγωνιστές διαμαρτυριών και αγώνων. Ας θυμηθούμε π.χ. τις εξεγέρσεις των σκλάβων, τις αντιστάσεις ενάντια στις εισβολές στην Αφρική και την Ασία, τους αγώνες των αγροτών του Μεσαίωνα στην Ευρώπη, τις πολυάριθμες αντιστάσεις των αυτόχθονων λαών της Αμερικής, τα θρησκευτικά κινήματα κοινωνικής διαμαρτυρίας στη Βραζιλία, στο Σουδάν, στην Κίνα.

Ένα ιστορικό άλμα συνέβη όταν ο καπιταλισμός, μετά από τέσσερεις αιώνες ύπαρξης, εγκατέστησε τις υλικές βάσεις της αναπαραγωγής του που είναι η διαίρεση της εργασίας και η εκβιομηχάνιση. Το προλεταριάτο γεννήθηκε σαν δυνητικό υποκείμενο, με αφετηρία την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Οι εργαζόμενοι υποτάχτηκαν στο κεφάλαιο μέσα στους ίδιους τους κόλπους της παραγωγικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα η εργατική τάξη να απορροφηθεί και συνάμα να συγκροτηθεί από το κεφάλαιο. Πρόκειται για αυτό που ο Καρλ Μαρξ ονόμασε πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο.

Η καινούργια τάξη μετασχηματίστηκε σε ιστορικό υποκείμενο όταν συγκρότησε τον εαυτό της μέσα στους ίδιους τους αγώνες, περνώντας από μια «τάξη καθεαυτή» σε μια τάξη «για τον εαυτό της». Δεν ήταν το μοναδικό δρόν υποκείμενο αλλά ήταν σίγουρα το ιστορικό υποκείμενο, δηλαδή το προνομιακό όργανο της πάλης για τη χειραφέτηση της ανθρωπότητας, σε συνάρτηση με τον ρόλο που έπαιξε ο καπιταλισμός. Αυτός δεν χωροθετούνταν μόνο στο πλαίσιο της οικονομίας, αλλά προσανατόλιζε τη διαμόρφωση του κράτους-έθνους, τις αποικιακές κατακτήσεις, τους παγκόσμιους πολέμους, χωρίς να μιλήσουμε για τον ρόλο του ως προνομιακό όχημα της νεωτερικότητας. Προφανώς, η ιστορία της εργατικής τάξης σαν ιστορικό υποκείμενο δεν υπήρξε γραμμική. Γνωρίσαμε το πέρασμα από το κίνημα στο  πολιτικό κόμμα και από το εθνικό πλαίσιο στο διεθνές πλαίσιο, καθώς και επιτυχίες και αποτυχίες, νίκες και ενσωματώσεις.

Σήμερα, το κοινωνικό υποκείμενο διευρύνεται. Ο καπιταλισμός πραγματοποιεί μία νέα διαδρομή της ιστορίας του. Οι νέες τεχνολογίες επεκτείνουν την υλική βάση της αναπαραγωγής του: την πληροφορική και τις επικοινωνίες, γεγονός που δίνει σε αυτή την αναπαραγωγή μία διάσταση πραγματικά παγκόσμια. Ο καπιταλισμός έχει ανάγκη από μία επιταχυμένη συσσώρευση προκειμένου να απαντήσει στη σπουδαιότητα των επενδύσεων στις πάντοτε πιο σοφιστικέ τεχνικές, προκειμένου να καλύψει τα κόστη μιας μεγεθυνόμενης συγκέντρωσης και προκειμένου να συναντήσει τις απαιτήσεις τού χρηματιστικού κεφάλαιου που, μετά τα σκαμπανεβάσματα του δολαρίου το 1971, μετασχηματίστηκε μαζικά σε κερδοσκοπικό κεφάλαιο.

Για αυτούς τους λόγους, το σύνολο των τελεστών του καπιταλιστικού συστήματος καταπολέμησαν τόσο τον κεϋνσιανισμό και τις κοινωνικές συμφωνίες του ανάμεσα σε κεφάλαιο, εργασία και κράτος, όσο και την εθνική ανάπτυξη του Νότου (το μοντέλο του Μπαντούνγκ, κατά τον Σαμίρ Αμίν), τον «αναπτυκτισμό» που προωθούσε ο CEPAL (το όργανο των Ηνωμένων Εθνών για την ανάπτυξη της ηπείρου) στην Λατινική Αμερική και, εννοείται, τα σοσιαλιστικά καθεστώτα. Άρχισε τότε η νεοφιλελεύθερη φάση της ανάπτυξης του καπιταλισμού, που αποκλήθηκε και Συναίνεση της Ουάσιγκτον. Αυτή η στρατηγική μεταφράστηκε σε μία διπλή επίθεση ενάντια στην εργασία (πραγματική μείωση των μισθών, απορρύθμιση, μετακίνηση επιχειρήσεων) και ενάντια στο κράτος (ιδιωτικοποιήσεις). Σήμερα, είμαστε μάρτυρες σε μία αναζήτηση νέων συνόρων συσσώρευσης -μπροστά στις κρίσεις- τόσο του παραγωγικού κεφαλαίου όσο και του χρηματιστικού: πρόκειται για τη γεωργία που τείνει να μετατραπεί σε μία καπιταλιστική παραγωγιστική γεωργία, για τις δημόσιες υπηρεσίες που πρέπει να περάσουν στον ιδιωτικό τομέα και για την βιοποικιλότητα, σαν βάση για νέες πηγές ενέργειας και πρώτης ύλης.

Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα όλες ανεξαιρέτως οι ανθρώπινες ομάδες έχουν υπαχθεί στον νόμο της αξίας, όχι μόνο η μισθωτή εργατική τάξη (πραγματική υπαγωγή), αλλά και οι αυτόχθονες λαοί, οι γυναίκες, οι εργαζόμενοι σε αδιαμόρφωτους τομείς, οι μικροί αγρότες, σαν αποτέλεσμα άλλων μηχανισμών, που είναι οικονομικοί (τιμή των πρώτων υλών ή των γεωργικών προϊόντων, εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους, φορολογικοί παράδεισοι κ.λπ) ή νομικοί (οι νόρμες του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του OMC)· όλα αυτά σημαίνουν μία τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο.

Ένα άλλο αποτέλεσμα είναι ότι ο καταστρεπτικός χαρακτήρας του καπιταλισμού (κατά την έκφραση του Σούμπετερ) αποκτά προβάδισμα σε σχέση με τον δημιουργικό του χαρακτήρα (αγαθών και υπηρεσιών). Περισσότερο από ποτέ ο καπιταλισμός καταστρέφει, όπως το επισήμαινε εδώ κι ενάμισυ αιώνα ο Καρλ Μαρξ, τις δύο πηγές του πλούτου του: τη φύση και τα ανθρώπινα όντα. Στ' αλήθεια, η οικολογική καταστροφή επηρεάζει όλα τα ανθρώπινα όντα και ο νόμος της αξίας περιλαμβάνει όλες τις κοινωνικές κατηγορίες. Η εμπορευματοποίηση κυριαρχεί στην ας πούμε ολότητα των κοινωνικών σχέσεων, σε πεδία ολοένα και πιο εκτεταμένα, όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η κουλτούρα, ο αθλητισμός, η θρησκεία.

Επιπλέον, η καπιταλιστική λογική διαθέτει τους θεσμούς της. Να θυμίσουμε πριν απ' όλα ότι πρόκειται για μία λογική και όχι για κάποια σκευωρία μερικών οικονομικών τελεστών (διαφορετικά, θα αρκούσε η μετατροπή τους και η διόρθωση των καταχρήσεων και των υπερβολών). Ένα επιχειρηματίας από το Σάντο Ντομίνγκο, μάρτυρας του Ιεχωβά, έλεγε σχετικά με τους εργάτες του, τους οποίους αγαπούσε με μια αγάπη πολύ χριστιανική: «Τους εργάτες μου τους αποκαλώ μάγους, γιατί δεν μπορώ να καταλάβω πώς καταφέρνουν να ζούν με τον μισθό που τους πληρώνω». Η αλλαγή απαιτεί δομική δράση, που σήμερα είναι παγκοσμιοποιημένη, από τελεστές αποφασισμένους, με συγκεκριμένη ημερήσια διάταξη.

Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός διαθέτει όργανα πολύ συγκεκριμένα: τον ΠΟΕ, την Παγκόσμια Τράπεζα το ΔΝΤ, τις περιφερειακές τράπεζες, αλλά και τους ιδεολογικούς του μηχανισμούς: μέσα κοινωνικής επικοινωνίας, που συνεχώς συγκεντρώνονται σε λιγότερα χέρια. Τέλος, διαθέτει την εξουσία μιας αυτοκρατορίας, των Ηνωμένων Πολιτειών. Πράγματι, το αμερικανικό δολάριο είναι το παγκόσμιο νόμισμα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι οι μόνες που απολαμβάνουν το δικαίωμα βέτο μέσα στους κόλπους της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ ενώ μοιράζονται αυτό το βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η χώρα διαθέτει ένα ας πούμε μονοπώλιο στο στρατιωτικό πεδίο, με το πάνω χέρι στο ΝΑΤΟ και την ικανότητα να διεξάγει προληπτικούς πολέμους. Δεν διστάζει να επέμβει στρατιωτικά στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν, για να ελέγξει της πηγές ενέργειας. Οι στρατιωτικές της βάσεις εκτείνονται σε ολόκληρο τον κόσμο και η ηγεσία της θέτει στον εαυτό της την αποστολή να καταστείλει τις αντιστάσεις στο σύνολο του πλανήτη, χωρίς να διστάζει να χρησιμοποιεί τα βασανιστήρια και την τρομοκρατία. Η αυτοκρατορία έχει ωστόσο και τις αδύναμες πλευρές της. Η φύση εκδικείται, η αντιιμπεριαλιστική εναντίωση είναι σήμερα παγκόσμια. Άλλα σημάδια αδυναμίας επιτρέπουν στον Ιμμάνιουελ Βάλενστάιν να σκέπτεται πως αυτό που ονομάζει «ο μακρύς 20ος αιώνας», ο κυριαρχημένος από τον καπιταλισμό, ίσως να βρεί το τέλος του προς το μέσον του νέου αιώνα.

Για όλους αυτούς τους λόγους, το νέο ιστορικό υποκείμενο εκτείνεται στο σύνολο των υποδεέστερων κοινωνικών ομάδων, τόσο σε εκείνες της πραγματικής υπαγωγής (που εκπροσωπούνται από ό,τι μερικές φορές ονομάζουμε παληά κοινωνικά κινήματα), όσο και σε εκείνες της τυπικής υπαγωγής (τα νέα κοινωνικά κινήματα). Το νέο ιστορικό υποκείμενο που πρέπει να οικοδομηθεί θα είναι λαϊκό και πληθυντικό, δηλαδή οικοδομημένο από μία πολλαπλότητα τελεστών, μα όχι από το «πλήθος» ["multitude"] για το οποίο κάνουν λόγο ο Χαρντ και ο Νέγκρι. Μια τέτοια έννοια είναι ασαφής και επικίνδυνη, διότι αποσυσπειρώνει και αποδραστηριοποιεί. Η εργατική τάξη θα κρατήσει έναν σημαντικό ρόλο αλλά θα τον μοιραστεί. Αυτό το υποκείμενο θα είναι επίσης δημοκρατικό, όχι μόνο σε σχέση με τους στόχους του, αλλά και στην ίδια τη διαδικασία οικοδόμησής του. Θα είναι πολυπολικό, δηλαδή θα φτιαχτεί με αφετηρία διαφορετικές ηπείρους και μέσα στις διαφορετικές περιοχές του κόσμου. Πρόκειται για ένα υποκείμενο στην πλήρη έννοια της λέξης, που περικλείει την επαναφερθείσα υποκειμενικότητα, που συγκεντρώνει όλα τα ανθρώπινα όντα, που συγκροτεί την ανθρωπότητα σαν ένα πραγματικό υποκείμενο (έκφραση του Φραντς Χίνκελαμερτ στο βιβλίο του Το υποκείμενο και ο νόμος [El sujeto y la ley], που βραβεύτηκε από το βραβείο Λιμπερταδόρ της Βενεζουέλας). Αυτό το νέο ιστορικό υποκείμενο πρέπει να έχει την ικανότητα να παρεμβαίνει στην πραγματικότητα που είναι πολλαπλή και συνάμα σφαιρική, έχοντας αίσθηση του επείγοντος που προκύπτει από τις σημερινές γενοκτονίες και οικοκτονίες.

 

ΙΙ. Τα κοινωνικά κινήματα

Τα κοινωνικά κινήματα αποτελούν καρπό αντιφάσεων που σήμερα είναι παγκοσμιοποιημένες. Για να γίνουν πραγματικοί συλλογικοί τελεστές οφείλουν να διαθέτουν, σύμφωνα με τον Αλαίν Τουραίν, ένα γνώρισμα ιστορικότητας (τοποθετημένο μέσα στον χρόνο), μία οπτική για την ολότητα του πεδίου εντός του οποίου εγγράφονται, έναν σαφή καθορισμό του αντιπάλου και μια οργάνωση. Αποτελούν κάτι περισσότερο από μιαν απλή εξέγερση (οι αγροτικές «ζακερί»[1]), κάτι περισσότερο από μία συνένωση συμφερόντων (εμπορικά επιμελητήρια), κάτι περισσότερο από μία αυτόνομη από το κράτος πρωτοβουλία (ΜΚΟ).

Τα κινήματα γεννιώνται από την υιοθέτηση στόχων που υπηρετούν τον προσανατολισμό στη δράση, αλλά για να τα καταφέρουν και να συνεχίσουν να υπάρχουν στον χρόνο, έχουν ανάγκη να περάσουν μέσα από μία διαδικασία θεσμοθέτησης. Ρόλοι δημιουργούνται, αναντικατάστατοι για την κοινωνική αναπαραγωγή. Έτσι γεννιέται μία αδιάκοπη διαλεκτική, ανάμεσα σε διάφορες μορφές τέλους και σε διάφορες μορφές οργάνωσης, με τον κίνδυνο η λογική της αναπαραγωγής να κυριαρχήσει πάνω στις απαιτήσεις του στόχου. Τα παραδείγματα αυτής της διαλεκτικής που μας δίνει η ιστορία είναι άπειρα.

Έτσι, για παράδειγμα, ο χριστιανισμός γεννήθηκε -όπως το λέει ο Αργεντίνος θεολόγος Ρυμπέν Ντρί- ως «το κίνημα του Ιησού», θρησκευτική έκφραση της κοινωνικής διαμαρτυρίας, επικίνδυνη για την ρωμαϊκή αυτοκρατορία και χτυπημένη κατασταλτικά απ' αυτή. Μετασχηματίστηκε μέσα από την είσδυσή του στη ρωμαϊκή κοινωνία σε έναν εκκλησιαστικό θεσμό, σύμφωνα με το συγκεντροποιημένο μοντέλο της πολιτικής οργάνωσης, μοντέλο κάθετο και συχνά αλληλέγγυο στις καταπιεστικές εξουσίες. Το θεσμικό βάρος δεν σκότωσε το πνεύμα, αλλά εισήγαγε μία αέναη αντίφαση. Η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού αποτέλεσε μία προσπάθεια να αποκατασταθεί το προβάδισμα των αξιών του ευαγγελικού μηνύματος πάνω στον θεσμικό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής οργάνωσης, αλλά στα χρόνια που ακολούθησαν αυτή η προσπάθεια ενσωματώθηκε καθαρά από ένα ρεύμα παλινόρθωσης.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι η περίπτωση πάμπολλων εργατικών συνδικάτων και αριστερών κομμάτων. Υπήρξαν πρωτοβουλίες των εργαζόμενων ή των λαϊκών συσπειρώσεων που αγωνίζονταν. Με τον καιρό, μετασχηματίστηκαν σε γραφειοκρατίες, όρισαν τα καθήκοντά τους με όρους ουσιωδώς αμυντικούς, δηλαδή σε συνάρτηση με την ημερήσια διάταξη του αντίπαλου. και όχι με το σχέδιο-πρόταγμα ριζικού μετασχηματισμού του συστήματος. Στην ιδιαίτερη περίπτωση των πολιτικών κομμάτων, είναι η εκλογική λογική που επικράτησε πάνω στον αρχικό στόχο και που καθόρισε τις πρακτικές, πράγμα που σημαίνει μία λογική αναπαραγωγής και όχι μία προοπτική βαθειάς (επαναστατικής) αλλαγής. Τούτο δεν εμποδίζει την παρουσία πολλών αυθεντικών στελεχών μέσα σε αυτές τις οργανώσεις, αλλά σημαίνει ότι αυτά τα στελέχη συχνά εγκλωβίζονται σε μία λογική που τα ξεπερνάει.

Εντούτοις, η κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι προκαθορισμένη και μπορεί κανείς να επενεργήσει πάνω στις συλλογικές διαδικασίες. Προκειμένου τα κοινωνικά κινήματα να βρεθούν σε θέση να οικοδομήσουν το νέο ιστορικό υποκείμενο, υπάρχουν δύο προϋποθέσεις: Κατ' αρχήν, να διαθέτουν την ικανότητα μιας εσωτερικής κριτικής, ώστε να θεσμοποιούν τις αλλαγές και να διασφαλίζουν τη συνεχή αναφορά στους στόχους. Κατόπιν, να πιάνουν τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, που είναι ταυτόχρονα γενικές και εξειδικευμένες στο πεδίο κάθε κινήματος: εργάτες, αγρότες, γυναίκες, αυτόχθονες λαοί, νεολαία, κοντολογίς όλοι εκείνοι που είναι τα θύματα του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού.

Υπάρχουν ωστόσο και άλλες απαιτήσεις. Κοινωνικά κινήματα που αυτοπροσδιορίζονται ως η «κοινωνία των πολιτών» οφείλουν να διευκρινίσουν ότι πρόκειται για την κοινωνία των πολιτών από τα κάτω, ανακτώντας έτσι την έννοια του Γκράμσι που τη λογάριαζε σαν χώρο κοινωνικών αγώνων. Αυτό εμποδίζει να πέσουμε στην παγίδα της σημειολογικής επίθεσης των κυρίαρχων ομάδων όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, για την οποία η αύξηση του χώρου της κοινωνίας των πολιτών σημαίνει τον περιορισμό της θέσης του κράτους· ή επίσης εμποδίζει να μοιραστούμε την αφέλεια πολλών ΜΚΟ, για τις οποίες η κοινωνία των πολιτών είναι το σύνολο όλων εκείνων που θέλουν το καλό της ανθρωπότητας. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η κοινωνία των πολιτών από τα πάνω συγκεντρώνεται στο Νταβός και η κοινωνία των πολιτών από τα κάτω στο Πόρτο Αλέγκρε.

Μια άλλη απαίτηση για την οικοδόμηση του νέου ιστορικού υποκείμενου είναι να εγκατασταθούν οι δεσμοί με το ανανεωμένο πολιτικό πεδίο. Στο ξεκίνημα των Παγκόσμιων Κοινωνικών Φόρουμ υπήρχε ένας πραγματικός φόβος απέναντι στα όργανα της πολιτικής, κάτι που ενμέρει ήταν εύλογο: άρνηση της εργαλειοποίησης για λόγους εκλογικών αναγκών, ή σαν απλό όργανο των κομμάτων εξουσίας· και που ενμέρει οφειλόταν σε μια στάση βαθειά αντικρατική, ακόμα και αντιπολιτική, ιδίως μεταξύ των ηγετών ορισμένων ΜΚΟ. Απ' όπου και η επιτυχία της θέσης του Τζών Χάλογουαιη που αναρωτιέται πώς να αλλάξεις την κοινωνία δίχως να πάρεις την εξουσία. Εάν το θέμα είναι να πούμε ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός απαιτεί πολλά περισσότερα από το πάρσιμο της τυπικής πολιτικής εξουσίας, εκτελεστικής ή νομοθετικής, αυτή η οπτική είναι απόλύτως αποδεκτή· αλλά εάν αντίθετα αυτή η θέση σημαίνει ότι θεμελιακές αλλαγές όπως μία αγροτική μεταρρύθμιση ή μία εκστρατεία αλφαβητισμού, μπορούν να πραγματοποιηθούν δίχως την άσκηση της εξουσίας, τότε πρόκειται για ολική αυταπάτη.

Έτσι, τα κοινωνικά κινήματα οφείλουν να συμβάλουν στην ανανέωση του πολιτικού πεδίου, όπως το έδειξε πολύ καλά η Ιζαμπέλ Ρωμπέρ στο βιβλίο της Πολιτικά υποκείμενα [Sujetos politicos]. Η απώλεια αξιοπιστίας από τα πολιτικά κόμματα είναι μία παγκόσμια πραγματικότητα και επείγει να βρούμε τον τρόπο να πραγματοποιήσουμε μία ανοικοδόμηση του πεδίου. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα είναι εκείνο της Δημοκρατίας του Κογκό (Κινσάσα) όπου κινήματα και οργανώσεις βάσης κινητοποιήθηκαν για την οργάνωση των εκλογών του Ιουλίου 2006. Μετά από 40 χρόνια δικτατορίας και πολέμων (κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών, υπήρξαν πάνω από τρία εκατομμύρια θύματα), οι λαϊκές δυνάμεις παρά τις προσπάθειες κατακερματισμού της χώρας για τον ευκολότερο έλεγχο των φυσικών πόρων, διατύπωσαν την ανάγκη να υπερασπίσουν την ακεραιότητα του έθνους και το έσωσαν από τον διαμελισμό του. Ταυτόχρονα οι δυνάμεις αυτές επινόησαν μορφές συμμετοχικής δημοκρατίας, από κοινού με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Χιλιάδες τοπικές οργανώσεις, οργανώσεις γυναικών, αγροτών, μικρεμπόρων, νέων, χριστιανικών κοινοτήτων καθολικών ή προτεσταντικών, κινητοποιήθηκαν για να παρουσιάσουν υποψήφιους -που συνδέονταν με την κοινότητα μέσα από μία συμφωνία: εκπρόσωποι («πορτ-παρόλ») και όχι αντιπρόσωποι, όπως λέει ο νόμος των Κοινοτικών Συμβουλίων της Βενεζουέλας- σε επίπεδο τοπικό και περιφερειακό, στέλνοντας μεν κάποια πρόσωπα σε εθνικό επίπεδο αλλά όχι υποψήφιο για την προεδρία. Εκτιμούσαν πράγματι ότι η διαδικασία έπρεπε πρώτα να εδραιωθεί από τα κάτω. Αυτό που δρομολογείται είναι μία αληθινή ανοικοδόμηση ενός νέου πολιτικού πεδίου -που είχε καταστραφεί σχεδόν εντελώς από τις πρακτικές (διαφθορά και φυλετισμός) των υπαρχόντων κομμάτων.

Τέλος, θα είναι σημαντικό για τις συγκλήσεις των κομμάτων να βρούν τον τρόπο συγκόλλησης των πολυάριθμων τοπικών λαϊκών πρωτοβουλιών που δεν μετασχηματίζονται  σε οργανωμένα κινήματα, παρά το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο κομμάτι των αντιστάσεων (στο επίπεδο του χωριού ή της περιφέρειας, ενάντια στην κατασκευή ενός φράγματος, ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού, του ηλεκρισμού, της υγείας, ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των δασών προς όφελος υπερεθνικών επιχειρήσεων κ.λπ). Υπάρχουν παραδείγματα όπως η MONLAR στη Σρι Λάνκα, η οργάνωση που αγωνίζεται για την αγροτική μεταρρύθμιση και που συνενώνει πάνω από εκατό τοπικές πρωτοβουλίες, περά από το γεγονός ότι είναι ένα πανεθνικό αγροτικό κίνημα. Αυτό το κίνημα υλοποίησε μία συσσώρευση δυνάμεων ικανή να δρα σε επίπεδο χώρας, τόσο σαν όργανο διαμαρτυρίας (πανεθνικές διαδηλώσεις), όσο και σαν όργανο διαλόγου και συναντήσεων με την κυβέρνηση και την Παγκόσμια Τράπεζα.

ΙΙΙ. Πώς να οικοδομήσουμε το νέο ιστορικό υποκείμενο;

Πολλές ενδιάμεσες διαδρομές είναι απαραίτητες για να παραχθεί το νέο ιστορικό υποκείμενο. Η πρώτη συνθήκη είναι να επεξεργαστούμε μία συλλογική συνείδηση βασισμένη σε μία ανάλυση της πραγματικότητας και σε μία ηθική.

Σχετικά με την ανάλυση, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε εργαλεία ικανά για τη μελέτη των μηχανισμών λειτουργίας της κοινωνίας και να κατανοήσουμε τις λογικές της, με κριτήρια που επιτρέπουν να διακρίνουμε τα αποτελέσματα από τις αιτίες, τον λόγο από την πρακτική. Εδώ δεν αρκεί μια «όποια νάναι» ανάλυση, αλλά στα σίγουρα ένας κριτικός θεωρητικός μηχανισμός, που να είναι ο πιο κατάλληλος για να απαντήσουμε στις κραυγές των από κάτω. Απαιτεί αυξημένη μεθοδολογική αυστηρότητα και άνοιγμα σε όλες τις υποθέσεις εργασίας που είναι χρήσιμες για αυτόν τον στόχο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιλογή υπέρ των καταπιεσμένων είναι ένα διάβημα προεπιστημονικό και ιδεολογικό που θα κατευθύνει την επιλογή του τύπου της ανάλυσης, όμως αυτή η ανάλυση είναι επιστημονικής τάξεως, κι αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Πρόκειται για μία νέα γνώση που θα βοηθήσει τη δημιουργία της συλλογικής συνείδησης.

Ας πάρουμε ένα συγκαιρινό μας παράδειγμα. Γίνεται πολύς λόγος για τους στόχους της Χιλιετίας που αποφασίστηκαν από τους αρχηγούς κρατών στη Νέα Υόρκη το 2000. Ποιός θα μπορούσε να αντιταχτεί στην εξαφάνιση της φτώχειας και της αθλιότητας (απόλυτη φτώχεια) ή να είναι υπέρ της ανάπτυξης[2]; Γι' αυτό υπήρξε ομοφωνία. Εκτός από το γεγονός ότι ο στόχος που μπήκε για το 2015 έγκειται μόνο στη μείωση στο μισό της ακραίας φτώχειας, κάτι που σημαίνει ότι θα υπάρχουν τότε στον κόσμο ακόμη 800 εκατομμύρια φτωχοί (αποτελούν ήδη όνειδος, διότι τα μέσα για να αντιμετωπιστούν δεν λείπουν), όλα δείχνουν ότι θα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν έστω κι αυτοί οι στόχοι. Η αιτία είναι ότι απουσιάζει η κριτική της λογικής που προσανατολίζει το μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης, που ευνοεί μόνο το ανώτερο 20% του πληθυσμού των χωρών του Νότου. Μια τέτοια μειοψηφία μεγεθύνεται θεαματικά, συγκροτώντας μία υπολογίσιμη καταναλωτική βάση για το κεφάλαιο κάνοντας πιο οφθαλμοφανή έναν ορισμένο πλούτο. Την ίδια στιγμή, οι κοινωνικές αποστάσεις διευρύνονται. Για να καταλάβουμε μια τέτοια αντίφαση, πρέπει να ασκήσουμε κριτική στην ίδια την έννοια της ανάπτυξης έτσι όπως χρησιμοποιείται και όπως καθορίζει τα κριτήρια που υιοθετήθηκαν για να προσδιοριστούν οι στόχοι της Χιλιετίας. Δεν μπαίνουν στον ορισμό της ποιοτικά στοιχεία όπως η καλή κατάσταση των ανθρώπων, η ισότητα, η διατροφική κυριαρχία κι άλλα ακόμη. Γι' αυτό η Μάρτα Χάρνεκερ, στο Κέντρο Μιράντα του Καράκας,  εργάζεται πάνω στη δημιουργία αναλυτικών εργαλείων, που να επιτρέπουν τη μέτρηση των κριτηρίων ανάπτυξης. Πράγματι, οι έννοιες που χρησιμοποιήθηκαν από τη Χιλιετία των Ηνωμένων Εθνών είναι εκείνα της αγοράς και όχι της ζωής των ανθρώπινων όντων.

Το δεύτερο στοιχείο της οικοδόμησης μιας συλλογικής συνείδησης είναι η ηθική. Το θέμα δεν είναι μία σειρά νόρμες επεξεργασμένες αφηρημένα, αλλά η διαρκής οικοδόμηση από το σύνολο των κοινωνικών τελεστών, που θα αναφέρεται στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το καλό όλων. Οι συγκεκριμένοι ορισμοί μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με τις περιοχές και τις εποχές. Όταν πρόκειται για την παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, η ηθική οπτική θα πρέπει να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας από το σύνολο των πολιτισμικών παραδόσεων: κάτι που εμπεριέχεται σε μία πλήρη (ολιστική) αντίληψη για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ηθική, σε αυτή την προοπτική, δεν είναι μία δογματική επιβολή, αλλά ένα συλλογικό έργο που έχει αναφορές στην υπεράσπιση της ανθρώπινης ιδιότητας.

Το βασικότερο κεκτημένο των Κοινωνικών Φόρουμ, ως συγκλίσεις λαϊκών κινημάτων και οργανώσεων, στάθηκε η προοδευτική επεξεργασία μιας συλλογικής συνείδησης, που ενέχει βέβαια διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης και κατανόησης, αλλά που περιλαμβάνει μία ηθική διαμαρτυρίας ενάντια σε κάθε τύπο αδικίας και ανισότητας και συνάμα μια ηθική δημοκρατικής κοινωνικής οικοδόμησης ενός δυνατού άλλου κόσμου. Η ύπαρξη των Φόρουμ καθεαυτών αποτελεί ήδη ένα πολιτικό γεγονός, χωρίς να λογαριάσουμε άλλα κεκτημένα όπως η συγκρότηση δικτύων, η ανταλλαγή απόψεων πάνω σε εναλλακτικές επιλογές, η λειτουργία (μέσα) στο Φόρουμ της Συνέλευσης των κοινωνικών κινημάτων και η συμβολή των δραστηριοποιημένων διανοούμενων.

Μετά την επεξεργασία μιας συλλογικής συνείδησης, το δεύτερο αναγκαίο βήμα είναι η κινητοποίηση πληθυντικών, λαϊκών, δημοκρατικών και πολυπολικών τελεστών. Εδώ συναντάμε την υποκειμενική όψη της δράσης. Οι ανθρώπινοι τελεστές είναι πλήρη όντα και δεν δρούν μόνο σε συνάρτηση με την ορθολογικότητα των κοινωνικών λογικών. Η ένταξη [στο κίνημα] είναι μία κοινωνική πράξη η οποία χαρακτηρίζεται από ένα συναισθηματικό στοιχείο που έχει δύναμη αλλά και κεντρική σημασία. Απ' όπου και η σημασία της κουλτούρας, ως σύνολο αναπαραστάσεων της πραγματικότητας καθώς και ο ουσιώδης ρόλος που παίζουν τα αμέτρητα κανάλια της διάδοσής της: η τέχνη, η μουσική, το θέατρο, η ποίηση, η λογοτεχνία, ο χορός.

Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τον δυνητικό ρόλο των θρησκειών, όπου συναντιώνται ανθρώπινες υπαρξιακές αναφορές που είναι θεμελιακές (η ζωή, ο θάνατος) σε αναφορά με μία πίστη που μπορεί κάποιος να μοιράζεται ή όχι, αλλά που δεν μπορεί να αγνοείται. Πιθανά ήταν ένα από τα μεγάλα λάθη ενός ορισμένου τύπου σοσιαλισμού το γεγονός ότι δεν έλαβε υπ' όψη αυτά τα ζητήματα. Το δυνητικό θρησκευτικό ελευθερωτικό στοιχείο είναι πραγματικό. Εξάλλου, οι θρησκείες μπορούν να εισφέρουν και μία πνευματικότητα και μία συλλογική και ατομική ηθική, κάτι εντελώς απαραίτητο για την κοινωνική ανοικοδόμηση.

Το τρίτο στοιχείο συγκροτείται από τις στρατηγικές, ώστε να οικοδομηθούν τα τρία επίπεδα εναλλακτικών. Το πρώτο από αυτά είναι η ουτοπία, με την έννοια αυτού που σήμερα δεν υπάρχει, αλλά που θα μπορούσε να είναι πραγματικότητα αύριο, δηλαδή μία ουτοπία που δεν είναι ψευδαισθητική αλλά αναγκαία, όπως έλεγε ο Γάλλος φιλόσοφος Πώλ Ρικέρ. Τί κοινωνία θέλουμε; Πώς να ορίσουμε τον μετα-καπιταλισμό ή τον σοσιαλισμό; Έτσι, η ουτοπία είναι επίσης μία συλλογική και αδιάκοπη οικοδόμηση, κι όχι κάτι που έρχεται εξ ουρανού. Για την ολοκλήρωσή της έχει ανάγκη μια μακροπρόθεσμη δράση: η αλλαγή ενός τρόπου παραγωγής δεν γίνεται μόνο μέσα από μία πολιτική επανάσταση, έστω  κι αν αυτή μπορεί να σημασιοδοτήσει την αρχή μιας διαδικασίας. Ο καπιταλισμός πήρε τέσσερεις αιώνες για να εγκαταστήσει τις υλικές βάσεις της αναπαραγωγής του (τη διαίρεση της εργασίας και την εκβιομηχάνιση). Η συγκρότηση ενός τρόπου παραγωγής θα πάρει προφανώς χρόνο. Εξάλλου, οι διάφορες πολιτιστικές αλλαγές που συνιστούν ένα ουσιαστικό κομμάτι αυτής της διαδικασίας, έχουν ρυθμό διαφορετικό από εκείνον των πολιτικών και οικονομικών μετασχηματισμών.

Τα δύο άλλα επίπεδα, το μεσοπρόθεσμο και το κοντοπρόθεσμο, εξαρτώνται από τις συγκυρίες, αλλά χρειάζεται να αποτελούν το αντικείμενο στρατηγικών που σχεδιάζονται από κοινού και πραγματοποιούνται με συγκλίνοντα τρόπο ανάμεσα στους ποικίλους κοινωνικούς τελεστές. Αποτελούν τους τόπους των συμμαχιών. Όμως δεν είναι η απλή πρόσθεση εναλλακτικών στους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς, οικολογικούς, πολιτικούς τομείς που θα επιτρέψει σε ένα νέο ιστορικό υποκείμενο να στεριώσει. Μία συνεκτικότητα είναι εντελώς απαραίτητη. Πρέπει να δημιουργήσει προγράμματα σε σχέση με την ουτοπία. Θα είναι, κι αυτό, συλλογικό έργο κι όχι το αποτέλεσμα ενός μονοπώλιου της γνώσης από μία πρωτοπορία-θεματοφύλακα της αλήθειας. Είναι μία διαρκής διαδικασία και όχι ένα δόγμα που διατυπώθηκε μια για πάντα.

Από αυτή την άποψη, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε τον αναντικατάστατο χαρακτήρα μερικών στρατηγικών συλλογικών δράσεων, έστω επιμέρους αλλά που συνενώνουν ένα σύνολο ποικίλων κοινωνικών τελεστών γύρω από κάποια σημαντική πρωτοβουλία που συνεδέεται με την ουτοπική διάσταση του σφαιρικού προτάγματος. Ευτυχώς, υπάρχουν πολλά παραδείγματα αυτού του τύπου δράσης, από τα οποία παραθέτουμε δύο.

Η εκστρατεία εναντίον της ALCA στη Λατινική Αμερική έχει ενώσει πολυάριθμα κοινωνικά κινήματα, από συνδικάτα μέχρι οργανώσεις αγροτών περνώντας από τις γυναίκες και τους ιθαγενείς. Διάφοροι τύποι ΜΚΟ ενώνονται με την πρωτοβουλία. Σε ορισμένες χώρες οι Εκκλησίες έχουν πάρει θέση εναντίον της συνθήκης, εξαιτίας του άνισου χαρακτήρα της και των κοινωνικών της επιπτώσεων. Χρησιμοποιήθηκε μία ποικιλία μεθόδων δράσης, μέχρι την οργάνωση λαϊκών δημοψηφισμάτων που συγκέντρωσαν εκατομμύρια υπογραφές. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το λαϊκό εναλλακτικό σχέδιο ανοικοδόμησης μετά το τσουνάμι στη Σρι Λάνκα. Το επίσημο σχέδιο, που καθοδηγούνταν από τη Παγκόσμια Τράπεζα, προέβλεπε ουσιαστικά την ανάπτυξη του διεθνούς τουρισμού και δεν απαντούσε στις βασικές ανάγκες του πληθυσμού. Στην ουσία επρόκειτο για ένα μέσο επιτάχυνσης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής παγκόσμια. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος φτιάχτηκε μια πολύ πλατειά συμμαχία κοινωνικών κινημάτων και οργανώσεων, περιλαμβ'ανοντας και θεσμούς βουδιστικούς και χριστιανικούς, προκειμένου να αντιταχτούν στο κυβερνητικό σχέδιο και να προτείνουν εναλλακτικές λύσεις.

Μπροστά στην ανάγκη για μια προοπτική δράσης σε παγκόσμιο επίπεδο, με στόχο την οικοδόμηση ενός νέου ιστορικού υποκειμένου, δύο συμπληρωματικές πρωτοβουλίες έχουν αναληφθεί: από τη μια το δίκτυο «Για την υπεράσπιση της ανθρωπότητας» που ιδρύθηκε στο Μεξικό κάτω από την παρώθηση του Πάμπλο Γκονζάλες Καζανόβα και που διαθέτει παραρτήματα σε πολλές χώρες, κυρίως στη Λατινική Αμερική, και απ' την άλλη, το «Κάλεσμα του Μπαμακό» -που προωθήθηκε από το Παγκόσμιο Φόρουμ των Εναλλακτικών Επιλογών, του οποίου ο Σαμίρ Αμίν είναι πρόεδρος (πρωτοβουλία που πάρθηκε στο Λουβαίν-λα-Νεβ το 1996 με την ευκαιρία της 20ης επετείου του Τρι-ηπειρωτικού Κέντρου και τυποποιήθηκε επίσημα στο Κάιρο το επόμενο έτος)-, το Φόρουμ του Τρίτου Κόσμου (Ντακάρ) η ENDA (μία αφρικάνικη ΜΚΟ) και το Κοινωνικό Φόρουμ του Μαλί. Το δίκτυο «Για την υπεράσπιση της Ανθρωπότητας» πρότεινε στα τέλη του 2005 τη συγκρότηση ενός προαγωγικού οργάνου προορισμένου να ενώνει και να προτείνει κοινές δράσεις, ενώ το «Κάλεσμα του Μπαμακό» καθόρισε δέκα θέματα για ζύμωση και προτάσεις σχετικά με συλλογικούς τελεστές και στρατηγικές, που σε μεγάλο βαθμό εμπνέονταν από το Μανιφέστο του Πόρτο Αλέγκρε και που επεξεργάστηκε μία ομάδα διανοούμενων κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ το 2005. Αυτές οι δύο πρωτοβουλίες συμπληρώνουν τη δουλειά της Συνέλευσης των κοινωνικών κινημάτων, η οποία στο εσωτερικό κάθε φόρουμ επεξεργάζεται ένα ντοκουμέντο και προτείνει κοινές εκστρατείες (όπως η διαδήλωση ενάντια στον πόλεμο του Ιράκ, που το 2003, ένωσε πάνω από 15 εκατομμύρια πρόσωπα σε 600 πόλεις του κόσμου).

Τέλος, μέσα στους κόλπους αυτής της γενικής προοπτικής, υπάρχει ανάγκη για (έστω επιμέρους αλλά με νόημα) νίκες. Η διατήρηση της δράσης, η τροφοδότηση των αιτιολογήσεων, ζητούν αποτελέσματα. Δεν πρόκειται για «οποιεσδήποτε» νίκες, αλλά για εκείνες που κινητοποίησαν πολλούς κοινωνικούς τελεστές σε μία κοινή δράση, πάνω σε στόχους συνδεδεμένους με μία συνολική οπτική και με μία σφαιρική διάσταση. Και σε αυτό τον τομέα υπάρχουν πολλά σημαντικά παραδείγματα. Και πάλι μπορούμε να παραθέσουμε την λατινοαμερικάνικη εκστρατεία ενάντια στην ALCA. Στην Ευρώπη, το ΟΧΙ στη Συνταγματική Συνθήκη που είχε νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό και ήταν υποταγμένη στις Ηνωμένες Πολιτείες στον στρατιωτικό τομέα, είναι ένα ακόμη παράδειγμα. Η επιτυχής απόρριψη της σύμβασης πρώτης απασχόλησης στη Γαλλία πρόσφατα και η εγκατάλειψη της ναυτικής βάσης των Ηνωμένων Πολιτειών στο Βιέχ του Πουέρτο Ρίκο μετά από μια παρατεταμένη λαϊκή κινητοποίηση, είναι κάποιες ακόμα παραδειγματικές περιπτώσεις. Στο πολιτικό πεδίο, η εκλογή του πρώτου ιθαγενούς προέδρου στη Βολιβία έχει κι αυτή ένα νόημα νίκης πολύ σημαντικό στο πολιτιστικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι ο δρόμος για να περάσουμε από την επεξεργασία μιας συλλογικής συνείδησης στην οικοδόμηση συλλογικών τελεστών έχει ήδη χαραχτεί και ότι όλα αυτά αναγγέλλουν την ανάδυση του νέου ιστορικού υποκειμένου.

François Houtart, 2006

 


 

[1] Σ.τ.Μ: Αγροτικοί ξεσηκωμοί στη Γαλλία ενάντια στους γαιοκτήμονες στα 1358.

[2] Σ.τ.Μ: développement. Υπενθυμίζουμε στον Έλληνα αναγνώστη τη διάκριση ανάμεσα σε «croissance» (οικονομική, ποσοτική μεγέθυνση) και «développement» (ποιοτική κοινωνική ανάπτυξη)· επίσης, υπενθυμίζουμε ότι για ευνόητους λόγους, οι ιδεολόγοι απολογητές της καπιταλιστικής κοινωνίας (επιστήμονες, δημοσιογράφοι, πολιτικοί) ταυτίζουν τις δύο έννοιες. Βλ. σχετικά Ανρί Λεφέβρ, Οι ιδεολογίες της μεγέθυνσης (1972) στο έργο του Η επιβίωση του καπιταλισμού (1973).

 

 

0 Σχόλια

Δεν υπάρχουν σχόλια.

Υποβολή σχολίου
Δεν θα δημοσιευθεί

Ειδοποίησέ με μέσω e-mail σε απαντήσεις
Συλλαβισμός Συλλαβισμός

Tsipras-01

Κείμενα του ιδίου :

Πρόσφατες δημοσιεύσεις

γιά τήν σύνδεση στο Forum...





Αρχή σελίδας