Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἄρθρο τοῦ Δημήτρη Τζουβάνου "Διανοούμενο κρυφτὸ καὶ βήματα μπρὸς πίσω" ποὺ δημοσιεύθηκε σὲ συνέχειες στὸ ΑΝΤΙΦΩΝΟ στὶς 12 καὶ 19 Ἀπριλίου 2012 καὶ ἀναδημοσιεύθηκε στὸν φυλλομάντη. Ὁλόκληρο τὸ ἄρθρο μπορεῖτε νὰ διαβάσετε [ ΕΔΩ...]



...

10. Ο Μίκης και το τέλος της εθνικολαϊκής επιστήμης

Ο Μίκης είναι χαρακτηριστική περίπτωση πολιτικού διανοούμενου. Διανοούμενος, αν και δεν είναι θεωρητικός (τυπικός παραγωγός θεωρίας) είναι ταυτόχρονα πολιτικός, όχι με την έννοια του πολιτευόμενου ή του κομματικού στελέχους αλλά της αδιάλλειπτης παρουσίας και παρέμβασης στα πολιτικά πράγματα. Απ' αυτή την άποψη, ανεξάρτητα απ' τις ειδικότερες πολιτικές θέσεις του, αποτελεί κορυφαίο πρότυπο, χρήσιμο στην α-πολιτίκ ή υπο-πολιτίκ διανόηση.


Η περίπτωση του Μίκη έχει ιδιαίτερη σημασία από πολλές πλευρές, και οπωσδήποτε καταδεικνύει τα όρια ακόμα και μεγάλων προσωπικοτήτων, μπροστά στην πυκνότητα των καιρών, μπροστά στις σημερινές ιστορικές προκλήσεις που κινούνται ταχύτατα για να βρεθούν τελείως έξω απ' το βεληνεκές του αριστερού λόγου.


Για να κατανοηθούν τα όρια του Μίκη πρέπει πρώτα να κατανοηθεί το μέγεθός του. Οχι αυτό του μεγάλου μουσικού που όλοι αναγνωρίζουν και που πολλοί προβάλουν με τρόπο που κρύβει το πολιτικό του μέγεθος. Ούτε αυτό του αγωνιστή που βρέθηκε πάντα μπροστά, απτόητος από διώξεις, ακατάπαυστα απ' την κατοχή ως τις μέρες μας. Οχι πώς ο αγωνιστής κι ο μουσικός δεν βρίσκονται ήδη μέσα στον ιδεολόγο και πολιτικό Μίκη, όχι πως το καθένα απ' αυτά δεν τρέφεται και δεν τρέφει το άλλο, κάνοντας όλα μαζί τον μεγάλο αυτό Ελληνα. Μα υπάρχει πάντα η ειδικότερη πολιτική και στοχαστική πλευρά στους ανθρώπους, ιδίως στους πολιτικούς διανοοούμενους, απαιτώντας την ειδικότερη ανάγνωσή της. Η ειδικότερη πολιτική ανάγνωση όμως ανθρώπων (όπως και καταστάσεων) δεν είναι εύκολη, ιδίως οταν αυτοί κινούνται μπροστά απ' τα εκάστοτε αναγνωστικά στερεότυπα, συνεισφέροντας μοναχικά κι επίπονα στην ίδια την αναδιαμόρφωσή τους - και τέτοια είναι η περίπτωση του Μίκη.


Δεν θα επιχειρήσουμε εδώ μια ανάλυση της πολιτικής σκέψης-πράξης του Μίκη, όπως μέτρησε και μετρά στα κοινωνικοπολιτικά μας πράγματα και την πολιτική σκέψη ειδικότερα. Θα προσπαθήσουμε ωστόσο επιγραμματικά να σκιαγραφήσουμε το πολιτικό-στοχαστικό του μέγεθος καταθέτοντας εμμέσως και παράλληλα, τα σχετικά κριτήρια.


Ας τονίσουμε εξ αρχής ότι δεν είναι ο Μίκης απαλλαγμένος από ελλείψεις, αντιφάσεις, εγωϊσμούς και πάθη, μερικές φορές κραυγαλέα, άλλες ομολογημένα-ξομολογημένα, έστω κι αν είναι έτοιμος για έμπρακτη μετάνοια, όσο ελάχιστοι. Ούτε είναι ένας βούδας προσηλωμένος στον ομφαλό της σοφίας, μα ένας νέος 9 δεκαετιών, σε διαρκή ωρίμαση και σε εκρηκτική αισθητική δοσοληψία με τον Κόσμο γύρω του. Είναι άνθρωπος με εξάρσεις, παύσεις και υφέσεις ασφαλώς ή και με χασμωδίες, αλλά και με σχεδόν τραγική αίσθηση της μη αυτάρκειας και του πληρωτέου. Είναι μοναδικός και ιδιαίτερος, όπως όλοι μας, αλλά και μέτοχος του κοινού λόγου και των πολώσεών του, επίσης όπως όλοι μας.


Δεν είναι ο Μίκης ο μόνος πολιτικός που νοιάστηκε για τον τόπο, που σήκωσε αντάρτικο δεξιά ή αριστερά, που πλήρωσε ακριβά, που αξιώθηκε πότε ανάθεμα και πότε αναγνώριση, που πέτυχε σε πολλά ή αστόχησε αλλού. Μα εδώ είναι ένας αντάρτης διαρκής, αντάρτης δεξιά κι αριστερά ταυτόχρονα, πάντα υψώνοντας παρ' όλα αυτά ενωτική κι ενοποιητική σημαία όπως ελάχιστοι, δείχνοντας έμπρακτα την ανάγκη δύσκολων υπερβάσεων, παλεύοντας συχνά ολομόναχος κόντρα στο ρεύμα, ιδίως παλεύοντας σπαρακτικά κόντρα στο φίλιο ρεύμα, πασχίζοντας να δώσει δημιουργικό νόημα στη Συνέπεια μακρυά απ' την εγωϊστική «συνέπεια» των νοθρώνοων κριτών, απτόητος απ' τις κρετινοκριτικές και τα τυφλωτικά μικρά τους «δίκια», χαράσσοντας το δρόμο ως δρόμο καρδιάς και νού, πάντα σε επαφή με παραδόσεις και θεωρίες αλλά και πάντα πιστός στη μεγάλη επιταγή τους, αυτή τού να επιχειρεί κανείς μπροστά απ' αυτές τις ίδιες, με πλήρη επίγνωση ότι αυτό το μπροστά είναι πάντα Χρέος όσο και συχνά Τραγωδία. Θέλει αρετή και τόλμη να στηθείς στον τοίχο, μα η απόφαση να βρίσκεσαι διαρκώς στον τοίχο απλώνοντας το χέρι, είναι η ελευθερία η ίδια.


Δεν είναι ο Μίκης ο μόνος στοχαστής που στάθηκε βασανιστικά στα στραβά και τα διορθωτέα, τα εθνικά και τα οικουμενικά, τα κοινωνικά και τα πατριωτικά, τα δημοκρατικά και τα επαναστατικά, τα οικονομικά και τα πολιτικά, τα ιδεολογικά και τα θεωρητικά... σειρές ζευγάρια αχώριστα κι όλα μαζί ενα βήμα ή ένα άλμα μπροστά από απλουστεύσεις του συρμού και του χαμού, κυρίαρχες ωστόσο και λαμπρές μέσα στην παρακμή τους. Μα εδώ είναι ένας στοχαστής που έχει κατακτήματα σκέψης σ' όλα αυτά τα ζητήματα μαζί, ξεπερνώντας έτσι κορυφαίους στοχαστές της εποχής μας, έλληνες και ξένους, παρά τα μεγαλύτερα κατά τομέα άλματα πολλών - ένας δεκαθλητής με το δικό του μοναδικό ρεκόρ. Και παράλληλα, ένας στοχαστής-ορισμός τού οργανικού διανοούμενου, ένας μοναδικός στοχαστής της Πράξης, υπαρξιακά Πολίτης και αυτονόητα Πολιτικός. Ένα διαρκές Στοχαστικό-Πολιτικό «Παρών», φανάρι ενός μισοχαμένου κοπαδιού σ' ένα μισοχαμένο κόσμο. Ένα μεγάλο πολιτικο-στοχαστικό μέγεθος σε διεθνή κλίμακα, χωρίς αντίστοιχη αναγνώριση παρ' όλα αυτά εν μέσω άγνοιας και διεθνούς ενημερωτικού Μπερλουσκονισμού κι ανάλογων προτύπων.


Ο μεγάλος μας αυτός Μίκης λοιπόν, 9 δεκαετιών νέος, αντέδρασε ως όφειλε στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η κοινωνία και η χώρα μας, με τη χαρακτηριστική του σπίθα. Ταυτόχρονα όμως, η ιδεοθεωρητική αρματωσιά του, μ' ολη τη δύναμή της, καταδείχθηκε ανεπαρκής μπροστά σε πολιτικά στοιχήματα που την ξεπερνούσαν. Η εθνικολαϊκή στρατηγική, τελείως αδύναμη πλέον και στα δυό της σκέλη, ο μετωπισμός που θέλει να αναπληρώσει την αναπτυγμένη κοινωνική συνειδητότητα και την αντίστοιχη ενότητα, η επιστήμη της επανάστασης (καθώς τη λέει ο ίδιος) που επιθυμεί να εντάξει την ελευθερωτική διαδικασία στα όρια της "σωστής" αριστερής σκέψης-πράξης, συνθέτουν φανερά υποκειμενικά όρια κι αδυναμία κατευθυντήριας συμμετοχής στα πράγματα που τρέχουν. Για να επαναλάβουμε την πρό μηνών διατύπωσή του, η ίδρυση της ΚΑΠ-ΣΠΙΘΑ αποτέλεσε γι αυτόν ένα Χρέος και η εξέλιξή της (μέσα σε λίγους μήνες) μια προσωπική Τραγωδία.


Η πολιτική αντίληψη που κατατέθηκε στην ιδρυτική διακήρυξη-κάλεσμα της ΚΑΠ, αποτύπωνε ήδη κρίσιμες ιδεολογοπολιτικές προόδους της κοινωνικής συνείδησης απέναντι στα πράγματα, όσο και ιδιαίτερα κρίσιμες υπερβάσεις του γνωστού λόγου της αριστεράς. Δεν θα επαναλάβουμε εδώ ειδικότερες αναφορές που έχουμε κάνει σε παλιότερη αρθρογραφία μας, ή σχετικές παρουσιάσεις. Θα σημειώσουμε όμως ότι οι όποιες ελλείψεις κτλ. - τυπικές ή ουσιαστικές - στην πολιτική προβληματική της ΚΑΠ, παρέμεναν δευτερεύουσες κι αντιμετωπίσιμες στο προβλεπόμενο λειτουργικό της πλαίσιο. Θα σημειώσουμε επίσης ότι θεωρούμε την τοτινή ή μετέπειτα κριτική στην προβληματική αυτή, από κόμματα και πολιτικές ομάδες, απλή επανάληψη του ψόφιου αριστερού ή κεντροαριστερού λόγου στις διάφορες εκδοχές του.

Φυσικά η πολιτική αντίληψη αυτή έγινε ελάχιστα κατανοητή απ' το συρφετό που προσέτρεξε να στελεχώσει την ΚΑΠ - πράγμα αναμενόμενο εν πολλοίς - διαμορφώνοντας έτσι αφετηριακά, μια κατάσταση αναντιστοιχίας ανάμεσα στην πολιτική και το δυναμικό της Σπίθας. Πολύ περισσότερο όταν η αντίληψη αυτή δεν ήταν ολόπλευρα αφομοιωμένη απ' τον ίδιο το Μίκη, αιωρούμενο ανάμεσα στα αριστερά και τα μετα-αριστερά του βιώματα και κατακτήματα. Ετσι η απάντηση του Μίκη στις Σπιθικές ελλείψεις ήταν δυστυχώς όχι μια δια-μορφωτική πολιτική όπως τη διακήρυσε ως ανάγκη, αλλά μια λενινιστική καρικατούρα, μια ιδεολογοπολιτική οπισθοχώρηση στα ημαρτημένα της αριστεράς - συγκεντρωτισμός, τερτίπια, καπελώματα, διαγραφές κ.τ.λ. «δικαιωματικές υποχρεώσεις της πρωτοπορίας». Εδώ εκφράσθηκε η ασταθής υπέρβαση του αριστερού λόγου από πλευράς Μίκη και η σοβούσα τάση υποστροφής του στον «υπαρκτό συγκεντρωτισμό», εν μέσω της γενικότερης υπερβατικής του πορείας. Αλλ' όχι μόνο εδώ. Γιατί παράλληλα επιβλήθηκε ως υποκατάστατο της ιδρυτικής του κατάθεσης, η πολιτική του «Α.. ως ..Ω» δηλ. η απαίτησή του για πειθαρχημένη στήριξη από πλευράς ΚΑΠ μιας πολιτικής που ο ίδιος έχει υπ' όψην του, μιας πολιτικής που θα έπρεπε να εμπιστευθούν όλοι από θέση ήσσονος μετόχου και περιφερειακού εφαρμοστή, μιας πολιτικής που ξετυλίγεται όπως οι παρτιτούρες του ξεκινώντας σήμερα απ' το Α και που απέχει χρόνους πολλούς ως το Ω και την τότε εφικτή δημοκρατία. Όλα αυτά συνοδεία των «ατσάλινων» προτύπων κι οδηγιών - τύφλα νάχουν τα Στάλι-Νιάρ και τα ΚάργαΚΚΕ. Οι αταβισμοί αυτοί, που φυσικά στάθηκαν διαλυτικοί, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν «λενινιστικά», τουτέστιν απ' την αγραμματοσύνη και την αλλοτρίωση του πλήθους που καθιστά αναγκαία τη σταλινική οδήγηση. Η ανεπάρκεια είναι αφετηριακά δεδομένη στις πολιτικές κινήσεις και ήταν έντονη κι εδώ, ως είχε συχνά επισημανθεί, βοούσε πχ. στα παραληρήματα μελών της ΚΑΠ (αμεσοδημοκρατίες κ.τλ) που άλλωστε ο ίδιος ενθάρρυνε ή της ΣΕ που ο ίδιος συγκρότησε (αντιευρωπαϊσμοί, δραχμεπιστροφές, προδοτολογίες κτλ). Το ζήτημα είναι πλέον κι από ετών, το Πώς αίρεται η ανεπάρκεια αυτή μέσα απ' το Αμεσο Βάθαιμα της Δημοκρατίας, κι όλα τα υπόλοιπα είναι της αριστεράς της τελειωμένης-Τέλος.


Ολα τούτα υπογραμμίζουν πως οι ιδεολογοπολιτικές υπερβάσεις του Μίκη στάθηκαν ανεπαρκείς, παγιδευμένες στον αριστερό λόγο, κι ετσι αδιέξοδες ενώπιον των προκλήσεων, μαζί και της προοπτικής της ΚΑΠ. Δεν έχει πραγματικό νόημα εδώ η άποψη ότι «ο Μίκης ήταν πάντα έτσι», η αναζήτηση αιτίων στα πέραν των αριστερών αδιεξόδων, η ασώματη καταγγελία της αριστερής παθολογίας, ακόμα και η δική του κατά καιρούς ερμηνεία - αδύναμη κι απορημένη. Αυτό που έχει σημασία είναι να κατανοηθεί το ειδικότερο πολιτικό όριο του Μίκη ως ανεπαρκής και υποστρέφουσα υπέρβαση της αριστεράς, παρ' ότι η υπέρβαση αυτή στάθηκε πρωτοποριακή στα όριά της, και σηματοδοτική για το μέλλον και τα αναγκαία της πολιτικής σκέψης.


Η ανεπάρκεια στη Μίκεια υπέρβαση της αριστεράς, εκφράσθηκε περαιτέρω στην πολιτική ζύμωση και δράση (?) της ΚΑΠ με τρόπο πλέον ιλαροτραγικό. Εδώ, η σύνθετη και υπερβατική πολιτική που διακηρύχθηκε, σύντομα συρρικνώθηκε σε μια παράθεση απλουστεύσεων. Η αντιμνημονιακή μονομέρεια και στενότητα, ο υποπολιτίκ νομικιστικός ακαδημαϊσμός, η προδοτολογία, η τύπου τράγκα («σοκ και δέος» κτλ.) ανάγνωση των σύνθετων διεθνών κι ευρωπαϊκών διεργασιών, η εθνική ανεξαρτησία νοούμενη με όρους ανιστορικούς και συσκοτιστικούς - κάτι σαν εθνικόφρον κουκουέ - συνόδευσαν ειδικότερες αστοχίες, αποπαιδευτικές παρεμβάσεις και υστερικούς ακτιβισμούς. Και για την πέραν πάσης αμφιβολίας διαμόρφωση ενός τέτοιου προσανατολισμού, ένα νέο ΕΑΜ (ακριβώς ένα εθνικόφρον-εθνικολαϊκό κουκουέδικο μέτωπο) προτάθηκε ρητά στην κοινωνία ως ελευθερωτικός κοινωνικός φορέας, ενώ έγινε και προσπάθεια να επιβληθούν ως καθοδηγητές του κι επικεφαλής στη Σπίθα κάποιοι τηλεπαλιάτσοι του τζάμπα εθνικολαϊκισμού. Οι μωροφιλοδοξίες των τελευταίων μάλιστα έστρεψαν το Μίκη σε εκλογοπροσανατολισμούς και αστειότητες περί μεγάλου εκλογοποσοστού 53% ενώ μόλις πρίν ο Μίκης μιλούσε στα προπύλαια για κυβέρνηση ειρηνικής επανάστασης και για τη ματαιότητα μερικών εδρών «στα ορεινά της βουλής» - τα 2 αυτά σημεία αφαιρέθηκαν απ' τη δημοσιευμένη έπειτα ομιλία του. Κι αυτά έγιναν ακριβώς τη στιγμή που το κίνημα της αγανάκτησης και οι συστημικοί τριγμοί στη χώρα κορύφωναν την ανάγκη προσανατολιστικού λόγου και διέξοδων παρεμβάσεων. (Την ουσιαστική διάλυση της Σπίθας στη συνέχεια δεν απέτρεψε κάποιο πανελλήνιο συνέδριο το φθινόπωρο που εξέλεξε κάποιο κεντρικό όργανο εν μέσω αλληλοκαταγγελιών περί τις ψηφοφορίες, τις καταμετρήσεις και τα συναφή μιζεραδιέξοδα.)


Η συνολική εδώ υποστροφή του Μίκη στα αριστερά-εθνικολαϊκιστικά-μετωπικά, σήμανε και την πολιτική αποκοπή του απ' την κοινωνία και τις αγωνίες της, την αποσυμπίεση της στριμωγμένης απ' την πλατεία συστημικής αναπαραγωγικής πολιτικής, την κατασπατάληση ενός μεγάλου πολιτικού κεφαλαίου σε ευκαιριακά-μετωπικά αδιέξοδα, την απώλεια μιας μεγάλης ευκαιρίας για την κοινωνία, μια απώλεια που ήδη βιώνει ο ίδιος ως προσωπική Τραγωδία. Η μεταβατική κυβέρνηση προς μια αναγκαία μεταπολίτευση, μια κυβέρνηση mix πλήν επαρκής για να δρομολογήσει μια πορεία προς τη βαθειά δημοκρατία και την ολική ανασυγκρότηση κι αναγέννηση της χώρας, παίχτηκε το καλοκαίρι και χάθηκε, πριν γίνει καν αντιληπτό. Χάθηκε σαν ατελέσφορο τότε παζάρι Γιώργου-Σαμαρά, παζάρι που είχε νέα ευκαιρία και συγκυβερνητική κατάληξη το Νοέμβρη, απόντων απάντων όσων όφειλαν (θέσει και εμπειρία) να υποθάλπουν, αναμένουν και διακρίνουν τα ρήγματα που η κοινωνική πίεση δημιουργεί στο σύστημα καθώς και να τα αξιοποιούν αναλόγως προς μια αποφασιστική μεταπολίτευση. Την ίδια περίοδο κι ενώ η πνευματική ηγεσία της χώρας, περιστασιακά πολιτικολογούσα, ηθικολογούσα και ρεαλιστικολογούσα παρέμενε α-πολιτίκ κι ανέπαφη με τα δέοντα, ο Μίκης υπέστρεφε στον αριστερό εαυτό του. Ετσι η Κοινωνία, φυσιολογικά στα χωρίς ταγούς αντιληπτικά όριά της, μαζί κι ο Μίκης δυστυχώς, χάνονταν συνθηματολογώντας στο στενό αντιμνημονιακό μήκος κύματος, τα αόριστα αντισυστημικά, τα ανόητα αμεσοδημοκρατικά, τα οριακά γιαουρτοϋβριστικά. Βέβαια το πραγματικό στοίχημα, το στοίχημα μιας άμεσης βαθειάς δημοκρατικής-ανατακτικής στροφής στο πλαίσιο του ευρωπαϊκου δρόμου διαρκεί ακόμα αλλά το σύστημα ήδη έχει ανακτήσει κάποιο απ' το χαμένο έδαφος, ενώ ο Μίκης ειδικά έχει πλέον ακυρωθεί ως ισχυρός καταλύτης ανάλογων κοινωνικών και κομματικών ζυμώσεων. Η προ μηνός νέα του απόπειρα από κοινού με το Μ.Γλέζο, πέρα απ' την κατάδειξη του ασίγαστου της σπίθας του, είχε απροκάλυπτα όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που ο ίδιος είχε ονομάσει τραγωδία προηγουμένως. Η νέα κίνηση, η Ε.ΛΑ.Δ.Α. ως Ενιαία Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση, με τον αριστερό-μετωπικό χαρακτήρα της περί τον ΣΥΝ, τους διάφορους παράγοντες να συμ-περιφέρουν εκεί τη ματαιοδοξία κι απολιτικότητά τους, τις αυτοκαταγγελόμενες εσωτερικές διαδικασίες και τα τι είχες γιάννη-τι είχα πάντα, όλα αυτά τέλος πάντων που δε χρειάζονται αναλυτικά να ειπωθούν, αυτά είναι η Ελλάδα του αριστερού αδιεξόδου, και στην Μίκεια εκδοχή της.

Στη θετική πλευρά των λυπηρών αυτών εξελίξεων, πάντως, μπορούμε να δούμε καθαρά το τέλος του αριστερού επιστημονικού εθνικολαϊκισμού, ένα τέλος που είχε προ πολλού καταγραφεί στα αριστερά κομματικά δρώμενα και που τώρα καταγράφηκε και μέσα απ' τη σπίθα ενός κορυφαίου (διεθνώς) και κομματικά αδέσμευτου αριστερού, του μεγάλου μας Μίκη. Υπογραμμίζεται έτσι ότι το πολιτικό στοίχημα, για ένα (εμπειρικό) λόγο παραπάνω, δε μπορεί να είναι αριστερό, αλλά δημοκρατικό.


Θα πει κανείς εδώ. Τι απομένει απ' τη Μίκεια υπέρβαση και πρωτοπορία αν όλα αυτά έχουν έτσι ; Κι όμως, δε θέλει πολύ κλικ-κλικ, αν σταθείς στο κατάλληλο θεωρείο. Τα όσα λέει και πράττει η αριστερά είναι εξ υπαρχής άρες μάρες. Τα Σπιθικά αποτέλεσαν ένα ατελές (κι αποτυχημένο ως εκ τούτου) εγχείρημα απ-αριστεροποίησης του κοινωνικού αγώνα, δηλ. απαντήσεων καθ' υπέρβαση της αριστεράς, υπέρβασης φυσικά εκ των άνω κι όχι εκ δεξιών. Αποτέλεσαν μια οργανική μα ανεπαρκή απόκριση στο κεντρικό πολιτικό και πολιτικοθεωρητικό ζήτημα κι ως τέτοια αποτελούν ποτήρι μισογεμάτο-μισοάδειο, σε καιρούς μεγάλης μα κι ασυνειδητοποίητης λειψυδρίας. Η Μίκεια πρωτοπορία συνίσταται στη μισογεμάτη απόκριση, στα πολιτικοθεωρητικά στοιχεία υπέρβασης της αριστεράς, που έχει καταθέσει στη διαδρομή του εως και τα Σπιθικά. Τα στοιχεία αυτά, ως στοχασμός και πρακτική, σπανίζουν διάσπαρτα στην ελληνική και διεθνή κοινωνία, όντας έτσι πρωτοποριακά και πολύτιμα παρά την ανεπάρκεια και τις αντιφάσεις τους. Τα Μίκεια όρια αφορούν ακριβώς την ανεπάρκεια κι αντιφάσεις των στοιχείων αυτών, την ελλειπή απ-αριστεροποίησή του, την αριστερή υποστροφή του.

...

Tsipras-01



" ΤΟ ΣΧΕΔΟΝ ΑΛΥΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΑΦΙΕΤΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ

ΝΑ ΑΠΟΒΛΑΚΩΝΕΤΑΙ

ΟΥΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ,

ΟΥΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΙΣΧΥΡΟΤΗΤΑ"

TH. ADORNO


γιά τήν σύνδεση στο Forum...





ΜΕΤΕΩΡΑ ΒΗΜΑΤΑ

τοῦ Δημήτρη Τζουβάνου

meteora-vimata

Ἡ Πρώτη Ἀγωνία τῆς Ἐπιστροφῆς στὴν Πολιτικὴ στὴν Ἑλλάδα τῆς κρίσης (Μάρτιος 2010 - Φεβρουάριος 2011)

Αρχή σελίδας