Ἐξώφυλλο arrow Περιεχόμενα arrow Ἐπὶ-καιρῶν arrow ΜΕ ΛΕΝΕ ΤΟΥΡΚΟΛΕΚΑ... (ΑΡΚΑΔΙΚΟΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ)

ΜΕ ΛΕΝΕ ΤΟΥΡΚΟΛΕΚΑ... (ΑΡΚΑΔΙΚΟΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ)

Γράφει: Λίλυ ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΥ

(Δημοσίευση: 12 Σεπτεμβρίου 2007) "Εἶμαι ἕνα ὄνομα, μὲ λένε Τουρκολέκα. Παράξενο ὄνομα ἔχει καὶ τὸ καλό του αὐτό, ὅποιος τ' ἀκούει τὸ συγκρατεῖ. Παλιά ἤμουνα χωριό. Ἕνα χωριὸ μὲ τὰ ὅλα του: τοὺς κατοίκους του, τὶς ἀρχές του, τοὺς πολιτευτές του, τὴν ἐκκλησία του, τὸ μοναστῆρι του, τὰ σχολειά του. Εἶχα τὴ γῆ μου, τὰ δέντρα μου, τοὺς θάμνους μου, τὰ ζῶα μου καὶ τὰ θηρία μου, τὰ πετούμενα καὶ τὰ ἑρπετά μου. Στὰ Φρετζέικα, ἐκεῖ δίπλα στὸ Ρυάκι, ἔμενε μία οἰκογένεια ἀγριόχοιρων γιὰ τοὺς ὁποίους ἤμουνα πολύ περήφανος. Οἱ κάτοικοί μου ὅμως ἦταν πολύ φτωχοί, κι ἔτσι, ὅποτε τὰ ἔβρισκαν, ἔσφαζαν τὰ ἀγριογούρουνα καὶ ἔκαναν γιορτή, σωστὸ πανηγύρι, ἀντίστοιχο μὲ τῆς Παναγιᾶς ἢ μὲ τὰ Νικητάρια. Κλαρῖνα, νταούλια καὶ βιολιὰ ἔπαιζαν ὅλο τὸ βράδυ καὶ λάδωναν τὸ ἄντερό τους. Ποδεμένοι κι ἀπόδετοι ἔσερναν χορούς βαρεῖς, ἀπὸ τὸ ρακί καὶ τὸ ἄψητο κρασί, καὶ μερακλώνανε. Πιὸ κεῖ ἡ Ἐλληνίτσα, τὸ Μεμί..."

Kαὶ πῶς νὰ σοῦ μιλήσω γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ μοῦ εἶπες καλή μου... Ἐσὺ Λίλυ ποὺ μέχρι χθὲς δὲν σὲ ἤξερα καὶ τώρα σὲ ξέρω μιὰ ζωή, μιὰ ἴδια ζωή... Καὶ πῶς γίνεται ἄνθρωποι ἄγνωστοι νά 'ναι τόσο κοντινοί, ἀπὸ τὴν ἴδια φύτρα δηλαδή, θέλω νὰ πῶ ποὺ ἡ πέτρα ποὺ πάτησες πρέπει νὰ παίζει τὸν ρόλο της στὴν ἠθική τῆς γλῶσσας σου. Ποδεμένοι καὶ ἀπὸδετοι... Εἶμαι ἀπ' τὴν Ἐλληνίτσα, τὸ Μεμή, καὶ δὲν ἄντεξα νὰ προχωρήσω παραπέρα, καλή μου, νὰ περπατήσω τὰ τρία-τέσσερα χιλιόμετρα μέχρι τὸ Τουρκολέκα. Δὲν ἄντεξα, μὲ καταλαβαίνεις; Δὲν τολμῶ νὰ ρωτήσω τοὺς συμπατριῶτες ἐὰν σώθηκε ὁ ἉγιοΣώζοντας, ἀλλά κι ἡ Ρουσαλή, ἡ Λάκκα... Δὲν θέλω νὰ δῶ τὰ βήματα τοῦ παπποῦ μου καὶ τοῦ προπάππου μου σβησμένα, καψαλισμένα καὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ. Πρὸς τὴν ἄλλη μεριά, πρὸς τὰ Παραδείσια, μοῦ τὰ κάψανε ὅλα, τὸν ψηλό Δέντρο τοῦ προπάππου μου, ὅλα. Ὅλα... Δὲν ἄντεξα νὰ ἔρθω πρὸς τὰ σένα, Τουρκολέκα μου, γιατὶ ἔχω ἀνάγκη νὰ πιστεύω ὅτι πρὸς τὰ κεῖ κάτι ἔμεινε ὄρθιο. Κάτι ἀπ' τοὺς παπποῦδες μου, γιὰ τὶς κόρες μου. Γιὰ νά 'χουν κάπου "ν' ἀκουμπήσουν τὴν ψυχή τους".
Μὰ κι ἄν δὲν ἔμεινε, πάλι οἱ κόρες μου θὰ μάθουν γιὰ τοὺς παπποῦδες τους, πάλι θὰ δοῦν κάθε τους χνᾶρι. Τοῦτος ὁ τόπος ἔχει τὸν τρόπο του νὰ γεννοβολάει ζωή. Οἱ κόρες μου γνώρισαν καὶ θὰ γνωρίσουν. Καὶ τὰ παιδιά τῶν παιδιῶν μας. Μᾶς έκαψαν μὰ δὲν μᾶς ξερίζωσαν. Ὅπως λὲς καὶ σύ: ἐγώ τὸ Μεμή, ὀμνύω!...Γιάννης Μεμαῖος.



Ειμαι ένα όνομα, με λένε Τουρκολέκα. Παράξενο όνομα έχει και το καλό του αυτό, όποιος τ' ακούει το συγκρατεί. Οι δημοσιογράφοι μόνο συναντούν δυσκολία στην πλήρη και ευκρινή άρθρωσή του. Κάποιοι το παρατονίζουν : «Τουρκόλεκα». Άλλοι το παρερμηνεύουν: «Τουρκόλακκος». Οι παράλλοι μπερδεύουν γένος ή πτώση: «Τουρκολέκα». Λοιπόν εγώ είμαι ο Τουρκολέκας, ήτοι με λένε Τουρκολέκα, όπως άλλος είναι Δημήτρης και το λένε Δημήτρη. Η παράδοση όμως λέει πως δεν ήταν πάντα έτσι.

Παλια ήμουνα χωριό. Ένα χωριό με τα όλα του: τους κατοίκους του, τις αρχές του, τους πολιτευτές του, την εκκλησία του, το μοναστήρι του, τα σχολειά του. Είχα τη γη μου, τα δέντρα μου, τους θάμνους μου, τα ζώα μου και τα θηρία μου, τα πετούμενα και τα ερπετά μου. Στα Φρετζέικα, εκεί δίπλα στο Ρυάκι, έμενε μια οικογένεια αγριόχοιρων για τους οποίους ήμουνα πολύ περήφανος. Οι κάτοικοί μου όμως ήταν πολύ φτωχοί, κι έτσι, όποτε τα έβρισκαν, έσφαζαν τα αγριογούρουνα και έκαναν γιορτή, σωστό πανηγύρι, αντίστοιχο με της Παναγιάς ή με τα Νικητάρια. Κλαρίνα, νταούλια και βιολιά έπαιζαν όλο το βράδυ και λάδωναν τα άντερό τους. Ποδεμένοι κι απόδετοι έσερναν χορούς βαρείς, από το ρακί και το άψητο κρασί, και μερακλώνανε.

Παλια ήμουνα πράσινο χωριό. Ήταν τότε που όλοι είχαμε χρώματα: τα δέντρα είχαν σκουροπράσινες φυλλωσιές, οι κορμοί τους ήταν καφετιοί  και οι θάμνοι χαλκοπράσινοι, άλλοτε σκουρότεροι κι άλλοτε ανοιχτότεροι, ανάλογα με την εποχή. Τα σπίτια είχαν ολόλευκους τοίχους, που πριν την Πασχαλιά όλοι τους φρεσκάριζαν, τα παραθυρόφυλλα πολλοί τα είχαν πράσινα, τα παλαιά πέτρινα σπίτια τα βούρτσιζαν με ειδικές μπατανόβουρτσες και τους έκαναν επισκευές, ώστε να μην ξεχωρίζουν από τα νεότερα που χτίστηκαν με την ίδια μέθοδο από Αλβανούς τεχνίτες. Οι πιο πολλοί όμως κάτοικοι μου δεν είχαν λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες: έκαναν το σχέδιο μόνοι, ανάλογα με το γούστο της κάθε εποχής, και ως έσχατη πολυτέλεια έβαζαν κοκκινωπά κεραμίδια. Κάθε κάτοικος είχε την αυλή του, μικρή ή μεγάλη δεν έχει και τόση σημασία, τις γλάστρες του, τα λουλούδια του, το μποστάνι του. Παλιότερα είχαν και πηγάδια, αλλά τελευταία τα είχαν καταργήσει, και παίρνανε νερό κυρίως από τον Κάναλο, την κάτω βρύση, ή από την άλλη, στην άκρη του χωριού, κοντά στο Ρέμα της Σάρας. Ο ουρανός μας άλλοτε θύμωνε και σκοτείνιαζε κι άλλοτε πρόβαλε καταγάλανος από πάνω μας. Λάβρος ο ήλιος του καλοκαιριού κιτρίνιζε τα χωράφια και την Πλάση, πάλευαν τα ζωντανά να ποτιστούνε και πιάνανε τις ραχούλες και τα κακοτράχαλα καταράχια να ξεδιψάσουν από τα δάκρυα των πηγών.

Ερχονταν οι ξενομερίτες τα τελευταία χρόνια, έβλεπαν που στη μέση του χωριού δεν υπήρχε πλατεία και παραπονούνταν για την έλλειψη. Εμάς πάλι ποτέ δεν μας έλειψε· όλοι μαζί κατηφορίζαμε στον Νικηταρά, ένα πλάτωμα μεγάλο, όπου τελευταία στήσαμε και το άγαλμα του πιο γνωστού τους τελευταίους δύο αιώνες τέκνου μας. Υπήρχαν κι άλλα που σφαγιάστηκαν σε τόπους μαχών, μακριά ή κοντύτερα στον τόπο τους, αλλά ο Νικηταράς ο Τουρκολέκας ή Τουρκολακιώτης είναι ο μοναδικός που έχει καταγράψει η επίσημη ιστορία.

Εχω ενα θέμα με το όνομά μου. Τόσο το απεχθάνονται πολλοί, που αποφεύγουν να το αναγράψουν ακόμη και στους επίσημους χάρτες. Πολλοί γείτονές μου έχουν λιγότερους κατοίκους, μικρότερες εκτάσεις, πιο περιορσμένα χωράφια και ζωντανά. Το πρώτο συνδετικό του ονόματός μου τρέπει τους πάντες σε φυγή, όχι από ξενοφοβία ή εθνικισμό αλλά από την παμπάλαιη διαποτισμένη μνήμη που κυλά στις φλέβες μερικών συμπολιτών μας και δεν ξεριζώνεται ούτε απαλύνεται εύκολα από τις νεότερες πολιτικές. Δεν ξέρω αν έχουν δίκιο, ίσως συμφωνούσε ίσως διαφωνούσε ο παλιός Τουρκοφάγος μας, και σίγουρα θα γελούσε με το φόβο που γεννά το όνομά μου. «Τούρκο λάκα, λάκισε, βρε χαβάνια», θα τους κορόιδευε, «μάθατε να δουλεύετε με τα λεξικά και δεν πιάνετε ούτε το πιο εύκολο νόημα. Κάψανε το παλιό μας χωριό οι Πασάδες της εποχής, ξεσπιτωθήκαμε και χτίσαμε τούτο ‘δω με ένα όνομα σαν κατάρα για κάθε εισβολέα».

Πιο διπλα, η αγαπημένη Ελληνίτσα, διαβολικά αγέρωχη, αν και διπλά εγκαταλειμμένη από Θεούς κι ανθρώπους, έχει μόνο το όνομα για να περηφανεύεται αλλά δεν της έχει μείνει καμιά χάρη. Παλιά τη λέγανε Μεμί, αλλά εκείνο το όνομα ακουγότανε παράταιρο και πρόδιδε αλλόπιστη καταγωγή· την ξαναβάφτισαν λοιπόν με δόξες και τιμές και της έδωσαν το όνομα του παρακείμενου βουνού. Ε ναι, ζηλεύω, πώς να το κάνουμε. Και το όνομά της και τη θηλυκή της υπόσταση την καρποφόρα.

Εχω και ένα πρόβλημα με τα χρώματα. Τώρα στα γεροντάματα προσβλήθηκα από αχρωματοψία. Όλα μαύρα και άραχλα ένα γύρο, κι εγώ στη μέση και ολόγυρα λαβωμένος από χέρι φονικό. Δε αναγνωρίζω πια τη γη μου, έτσι γκρίζα κι άνυδρη που τη βλέπω, χωρίς ίχνος ζωής πάνω της. Όλο κροκάλες και βράχους, χωρίς ούτε ένα λουλούδι ούτε έναν καρπό. Προσπαθώ να ημερέψω την ψυχή μου και ακούω βογκητά, γουργουρητά, βελάσματα, αλυχτίσματα. Α ρε Ολυμπία, λέω, εσύ είσαι πιο διάσημη, κι έτσι, από τα πριν, σου πήρανε πολλά από τα ζώα σου και τα μεταφέρανε παραδίπλα, για να τα βλέπουν οι τουρίστες από μακριά και να μην ενοχλούνται. Βέβαια κι αυτά δεν γλιτώσανε, πέσανε υπέρ πατρίδος καμένης γης, για να δικαιώσουνε θαρρείς κάθε πολιτικό που κραυγάζει ότι παρέλαβε «καμένη γη». Επέσανε θύματα στα διπλανά σου χωριά, τον Μοίρακα και τα υπόλοιπα, αλλά όπως και να έχει, τα μουγκρητά τους ακούγονται σπαρακτικά αλλά πιο μακρινά στους ξένους τόπους, που δεν τα ταυτίζουν με τον γενικότερο θρήνο. Έχεις βέβαια, Ολυμπία μου, τις ξένες φωνές που ξεπερνούν τα τεχνητά μας σύνορα, που βοούν κι αντηχούν στα ρουμάνια σου για το μέγεθος της καταστροφής στον πανάρχαιο χώρο, αγνοώντας - οι άσχετοι - πως όλοι εμείς, σκαμμένοι και άσκαφτοι, πανάρχαιοι χώροι είμαστε κι έχουνε δε τα μάτια μας πολλά.

Λενε πως ανήκω στη Φαλαισία, είμαι Καποδιστριακό Κοινοτικό Διαμέρισμα. Εγώ πάλι λέω πως είμαι χωριό, ένας πανάρχαιος οικισμός από τα χρόνια της αρχαίας Αιγύτιδας. Τα μάτια μου είδαν πολλά, καλούς άρχοντες, μα πιότερο κακούς, που από τα παλιά τα χρόνια πήγαν να κάνουν τον καμπόσο στη Σπάρτη, τη βασίλισσα, και πήραν και τότε φωτιά τα μπατζάκια μας, άρχισε η παρακμή μας. Μέσα στους αιώνες μεταφέρθηκα και ξαναμεταφέρθηκα, μαζί με τους κατοίκους που με ακολούθησαν, αυτούς που αρνήθηκαν να μεταναστεύσουν, από βουνό σε λόγο και από φαράγγι σε κάμπο. Μετά πάλι κάηκα, με πήρανε και με μεταφέρανε τελευταία φορά επί Τουρκοκρατίας. Είχανε και τα δίκια τους οι οχτροί: εποχή κλεφτουριάς και γενικής απειθαρχίας, κάποιοι δεν είχανε να ζήσουνε και επιτεθόντουσαν στους άλλους, είτε στους αλλόθρησκους είτε στους πιο εύπορους. Πολλά τα δράματα που έχω καταγράψει: τα φονικά, την καταλήστευση των αγροτών μου από τον δυνάστη και τον προεστό, την ανημπόρια των δικών μου. Επικηρυσσόταν ο ένας, μετανάστευε το σόι ολόκληρο: άλλος για Μάνη τράβαγε, άλλος για Καλαμάτα, άλλος για Λαγκάδια.

Κοντοστεκομαι στο Κάστρο της Ωριάς, πάνω από τα αποκαΐδια μου, σε περίοπτη θέση. Μπορεί να πήδησε από εδώ η ωραία κόρη για να γλιτώσει απ' τους εχθρούς και την ατίμωση, μα αν τυχόν έβλεπε τι γίνεται τώρα, θα ανέστειλε το σάλτο της για να τεκνοποιήσει, να κάνει παιδιά που θα προσπαθούσαν να σώσουν την περιοχή απ' τον αφανισμό. Έχουνε φύγει τα παιδιά μου σε Αμερικές, Καναδάδες, Αυστραλίες και Γερμανίες, αλλά πάντα εδώ περνούν τον Δεκαπενταύγουστο. Όλοι αυτοί έχουν πια αυτοκίνητα και δημιουργείται κυκλοφοριακό, αποκτώ ξαφνικά τα προβλήματα μεγαλούπολης και δεν υπάρχει κανείς για να τα αποσοβήσει. Χαίρομαι όμως και δεν παύω να τους επιδεικνύω τα μέρη που γεννήθηκαν, και τα απάτητα ρουμάνια που πρέπει να εξερευνήσουν τώρα, ως μεγάλοι.

Το χτες ενώνεται με το σήμερα, γιατί αύριο δεν έχει. Οι γέροντες που μου απόμειναν έχουν χάσει το βιος τους, οι νεότεροι έχουν τρομοκρατηθεί, κι ας μου ορκίζονται πως θα με αναστηλώσουν, τα παιδιά έχουν σκιαχτεί τόσο που άλλο δεν παίρνει. Η Παναγιά μου άκαυτη, την ακούν οι λίγοι πιστοί που της απέμειναν, να κλαίει με λυγμούς. Ο παπάς θρηνεί το ρήμαγμα των χωριών, ελπίζει οι νύφες μας να κάνουν κι άλλους γάμους στα πατρογονικά χωριά, να μεγαλώσει έστω κι άκαιρα η έκταση του κοιμητηρίου, να βρουν σ' αυτό τουλάχιστον οι άνθρωποι την ανάπαυση. Εγώ πάλι ξέρω ότι το χώμα μου δεν είναι ελαφρύ, τόσο που υπόφερε, ότι τα μέταλλά μου άλλα κάηκαν κι άλλα κούρνιαξαν παραμέσα, ότι οι πλαγιές μου τρέμουν μην τις παρασύρει η πρώτη νοτερή βροχούλα και βρεθούν να καταπλακώνουν τα παρακάτω εδάφη.

Η Αρκαδια, η μάνα μου, ανά τους αιώνες ξακουστή, έχει χάσει την παλιά σημασία της. Από χώρος ηρεμίας κι ανάπαυσης, από γη ευφορίας, πραγματικής και μεταφορικής, έχει γίνει σε μεγάλο κομμάτι της κάρβουνο. Από χώρα των ποιητών παραδόθηκε στις μοιρολογίστρες. Η Ηλεία, η Μεσσηνία, η Λακωνία, οι αδελφές της, και η Εύβοια, η ξαδέλφη της, θρηνούν κι αυτές πάνω απ' τα χαλάσματά τους. Συμμερίζομαι τον πόνο τους, δεν ξεχνώ τα αδέλφια και ξαδέλφια μου χωριά, δεν ξεχνώ τους νεκρούς τους και τις καταστροφές τους, αλλά επείγομαι να μιλήσω για τα δικά μου παιδιά και τη συμφορά τους.

Με λενε Τουρκολέκα, είμαι χωριό και έχω αχρωματοψία. Δεν ξέρω αν θα ξαναδώ πολλούς απ' τους κατοίκους μου, αν θα με μεταφέρουν παραπέρα, αν θα με ανασυγκροτήσουν, αναδασώσουν, ξανακαλλιεργήσουν, σπείρουν, μου φέρουν ζώα, αν θα ξανάρθουν τα πτηνά κι αν οι σαΐτες, τα φιδάκια, θα έχουν δέντρα για να πετάγονται από το ένα μέρος στο άλλο, αν θα ξαναδώ όποιας μορφής πράσινο. Αν θα ξαναδώ τις αλεπούδες και τα αλεπουδάκια μου, τα κουνάβια και τους αγριόχοιρους, τα γιδοπρόβατα και τα σκυλιά, τις κουρούνες, τα κοτσύφια, τα αγριοπερίστερα. Δεν ξέρω αν θα με ξαναβαφτίσουν και θα με βγάλουν Άκαυτο, για να ξορκίσουν πάλι το κακό όπως είχανε κάνει και παλιότερα. Δεν ξέρω αν θα υπάρχω, έστω και στους ελάχιστους αναλυτικούς χάρτες που υπάρχω τώρα. Ξέρω όμως πως ποτέ δεν θα ξαναείμαι το ίδιο χωριό, δεν θα είμαι ο ίδιος Τουρκολέκας, και οι πεισματάρηδες, βουνίσιοι κάτοικοί μου οι ίδιοι Τουρκολεκαίοι. Ο Εφιάλτης πέρασε στην ιστορία, διότι ποτέ δεν ξεχάστηκε, ενώ το όνειρο ή τα όνειρα, εφήμερα αυτά, δεν απέκτησαν ποτέ περίοπτη θέση στη ζωή μας. «Στ' όνειρο πάντα η Πελοπόννησο» λένε κάποιοι κοντοχωριανοί, κι αναρωτιέμαι μήπως εννοούν το κακό όνειρο, τον εφιάλτη.

«Ομνυω» ‘λέγαν οι παλιοί, μια λέξη ξεχασμένη. Εγώ ο Τουρκολέκας ομνύω ότι θα ξαναγεννηθώ ως τόπος, και όλη τη γη μου θα βάλω να καρπίσει. Ομνύω να συντρέξω τα εγγόνια μου και τα δισέγγονά μου, όπως δεν κατάφερα να συντρέξω τα άμοιρα ηλικιωμένα παιδιά μου. Ομνύω, λόγο δίνω, ορκίζομαι πως με ίδιο ή άλλο όνομα, στην ίδια ή σε άλλη τοποθεσία, θα κάνω το παν δυνατόν για να δίνω ζωή. Εγώ, ο Τουρκολεκας, μέλλω να ξαναδώ πράσινο το τοπίο μου, να ξαναγίνω χωριό, να στέκομαι περήφανα κι αγόγγυστα πάνω στην αρκαδική γη. Ομνύω...


Λίλυ Εξαρχοπούλου, Δευτέρα-Τετάρτη 27-29/8/07

ΠΑΛΑΙΑ ΣΧΟΛΙΑ:

1. 24-09-2007 13:11
Ν' ανοίξουν φτερά τα παιδιά μας...

Στην ψυχή και στο κουράγιο σου υποκλίνομαι, Λίλυ, που άρθρωσε λέξεις μεστές, εκεί που όλοι μείναμε βουβοί... Εκεί που η ψυχή μας γονάτισε, που γκρίζαρε και πέτρωσε η ματιά μας... 

Γιάννη μου, πήρα "παραλοϊσμένη" που λέμε στα μέρη μας, τη μοιραία στροφή, πήγα προς Τουρκολέκα. Και τη φρίκη του Μεμή-Παραδείσια τη διαδέχτηκε μια ακόμη μεγαλύτερη... Και γι αυτό ξαναμένω άφωνη με σεβασμό μπροστά στον όρκο της Λίλυς... 

Ονειρεύομαι να ξαναγεμίσει δέντρα, να ξαναγυρίσουν τα πουλιά, να αντέξουν οι άνθρωποι, εκεί που μάλλον πρωτακούστηκε το "Χελιδόνα". Να ανοίξουν φτερά τα παιδιά μας πάνω από έναν αληθινά φωτεινότερο τόπο...
Χελιδόνα

2. 24-09-2007 13:10
Τα λόγια σου με άγγιξαν
Λιλύ, δεν ξέρω αν είσαι από το Τουρκολέκα, αλλά όπως και να έχει το κείμενο σου είναι πραγματικά ύμνος, για ένα χωριό, όπως και άλλα, ξεχασμένο. Ξέρεις τόσα πολλά γι'αυτό το μέρος που μόνο αν το έχεις ζήσει τα γνωρίζεις. 

Ομνύω λοιπόν το Τουρκολέκα. Ευχή μου να γίνουν όλα πάλι πράσινα και να μπορέσουν πάλι οι άνθρωποι να ορθοποδήσουν.

3. 24-09-2007 19:54
ΤΟΥΡΚΟΛΕΚΑ
ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΛΕΓΟΜΑΙ ΧΡΗΣΤΟΣ Κ ΚΑΤΑΓΟΜΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΟΥΡΚΟΛΕΚΑ ΑΡΚΑΔΙΑΣ.ΔΙΑΒΑΣΑ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ Κ ΑΠΟ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΚΑΛΑ.ΕΓΩ ΟΜΩΣ ΠΗΓΑΙΝΩ 20 ΧΡΟΝΙΑ Κ ΔΕ ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ.ΑΠΟ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ; ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ Κ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ.

4. 15-10-2007 13:45
ΤΟΥΡΚΟΛΕΚΑ

ΚΥΡΙΑ ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΥ, 
ΟΝΟΜΑΖΟΜΑΙ ΒΑΡΒΑΡΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΟΜΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥΡΚΟΛΕΚΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΣΑΣ ΔΩΣΩ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΨΑΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΜΕ ΣΥΓΚΙΝΗΣΑΝ. ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ

5. 18-10-2007 22:24
Συγκίνηση
Αγαπητή Λίλυ, 
Όσοι καταγόμαστε από το Τουρκολέκα, συγκινηθήκαμε πολύ από αυτά που έγραψες για το χωριό μας. Σίγουρα γνωρίζεις πολύ καλά τον τόπο και ξέρεις πολύ καλά τι γράφεις. Να είσαι καλά! Σε ευχαριστούμε που μίλησες για ένα χωριό που ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξή του, εκτός από εμάς που έχουμε γεννηθεί εκεί και τους γειτόνους μας στα κοντινά χωριά. Αυτό, λοιπόν, που όλοι αναρωτηθήκαμε διαβάζοντας το κείμενό σου είναι "ποια είσαι". Το επώνυμό σου δεν έχει σχέση με το χωριό μας, άρα, ανήκει στον άντρα σου. Θα θέλαμε να σε γνωρίσουμε και να σε ευχαριστήσουμε από κοντά. 

Χριστίνα Γ. Πετροπούλου

6. 20-11-2007 17:35
Δεν είναι καιρός για λύπες

Λίλη έχω και εγώ καταγωγή από αυτό το χωριό και πιστεύω πως αν αφήσουμε πίσω μας τους εγωισμούς και τις μικροπρέπειες θα καταφέρουμε να ξαναφτιάξουμε αυτόν τον μικρό παράδεισο ηρεμίας. Φυσικά οι αναμνήσεις και τα σημάδια των παιδικών μας χρόνων δεν θα είναι τα ίδια ειδικά μετά από τον προχθεσινό καταποντισμό που υπέστη αυτή η περιοχή. Είναι αστείο που επαναλαμβάνω αλλά κάποιος είπε ότι «όταν ένας Αθηναίος χάνει το χωριό του είναι σαν να πεθαίνει άνθρωπος» και θέλω να πιστεύω ότι όλοι θα βρούμε μια λύση σύντομα πριν καταστραφούν και οι ελάχιστοι μόνοι κάτοικοι που για πολλούς από εμάς φέρουν το όνομα «συγγενής». 

Η γιαγιά μου έλεγε να σκέφτεσαι το χειρότερο για να σου φαίνονται όλα καλύτερα. Έτσί λοιπόν κι εγώ ελπίζω στο καλύτερο. Αυτά είχα να πω.

7. 15-12-2007 16:40
ΜΠΡΑΒΟ!!!

Χαίρομαι που κάποιος είπε σε τοσο μικρό κείμενο τόσες πολλές αλήθειες. Είμαι και εγώ απο αυτό το χωριό και θα πώ και εγώ το , για ένα ΤΟΥΡΚΟΛΕΚΑ ξαναγεννημένο μεσα απο τις σταχτες και τις πλημύρες.

8. 03-01-2008 11:25
ΤΟΥΡΚΟΛΕΚΑ

ΣΥΓΚΙΝΗΘΗΚΑ ΠΟΛΥ ΑΠ'ΟΣΑ ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΑΝ ΠΑΡΑΠΑΝΩ.ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΕ.ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΜΩΣ ΑΚΟΜΗ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ.ΕΝΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ,ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ, ΠΟΥ ΚΑΤΕΒΑΛΑΝ ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΟΣΟ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΕΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ ΟΣΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΟΥΝ ΧΡΗΜΑΤΑ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ.ΕΛΠΙΖΩ ΠΩΣ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΠΟΥ ΘΑ ΞΑΝΑΠΑΩ ΜΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ, Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΟ ΚΑΛΥΤΕΡΗ...

9. 28-02-2008 21:25
ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ...

Πραγματικά δεν πίστευα ποτέ οτι θα έμπαινα κάποτε στο internet και θα διάβαζα ένα άρθρο για το χωριο μου...σχόλια απο συγχωριανούς...μου φαίνονται όλα απίστευτα!! Και παρόλο που δυστυχώς όλα αυτά γίνονται με αφορμή κάτι καθόλου ευχάριστο για όλους εμάς που χάσαμε τα σπίτια μας,τα δέντρα μας,τα ζώα και οτι άλλο υπήρχε εκεί για τον καθένα νιώθω πολύ χαρούμενη που έστω κι έτσι μπορεί κάποιος "ξενος" να γνωρίσει το χωριό μας...να διαβάσει γι αυτό και να του έρθει ένας κόμπος στο λαιμό οπως κι εμένα καθως διάβαζα το άρθρο της κυρίας Λιλής και τα σχόλια ολων των συγχωριανών. Κι εγώ εύχομαι να προσπαθήσουμε όλοι για να ξαναδούμε κάποτε το Τουρκολέκα,αν μη τι άλλο, πράσινο, οπως τότε που πηγαίναμε στο σπίτι της γιαγιάς...να κρεμάσουμε παλι μια κουνια στη μουριά εξω απ το σπίτι και να ξαναψήσουμε γουρουνοπούλα στο φούρνο με τα ξύλα!!!

10. 05-06-2008 22:44
ΤΟΥΡΚΟΛΕΚΑ
ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΛΙΛΥ!  
ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ! ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΤΟ ΑΓΑΠΑΣ ΠΟΛΥ ΟΠΩΣ ΟΛΟΙ ΜΑΣ! 
ΔΕΝ ΣΕ ΞΕΡΩ ΑΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΓΡΑΨΕΣ ΜΕ ΣΥΓΚΙΝΗΣΑΝ! 
ΕΝΑ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΙΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΑΡΧΗ!

11. 04-08-2008 11:02
ΤΟΥΡΚΟΛΕΚΑ
μπραβο σου! εγω δεν ειμαι απο το τουρκολεκα ειμαι απο την ελληνιτσα αλλα και παλι καταλαβα οτι ξερεις πολλα πραγματα για το χωριο θα πρεπει να το αγαπας πολυ
κιτσος

12. 24-04-2010 20:10
ΤΟΥΡΚΟΛΕΚΑ ΣΕ ΑΓΑΠΩ
ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΛΥΛΙ!!! ΕΙΜΑΙ ΜΟΛΙΣ 13 ΕΤΩΝ ΑΓΑΠΩ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΠΑΘΕΙ ΚΑΚΟ!ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΑΓΑ ΤΗ ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΛΥΜΗΡΑ! ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΜΗΝ ΗΞΕΡΕ ΚΑΝΕΝΑΣ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑ ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΚΑΗΚΑΝ ΟΛΑ! ΧΑΡΗΚΑ ΠΟΛΥ ΜΕ ΤΗ ΔΕΝΤΡΟΦΥΤΕΥΣΗ ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΩΡΙΑΝΟΙ ΜΟΥ ΒΟΗΘΕΙΣΑΜΕ ΟΛΟΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΜΕΛΛΟΝ
Γεωργια Μανιατη

13. 24-04-2010 20:09
ΤΟ ΗΡΩΙΚΟ ΤΟΥΡΚΟΛΕΚΑ!
ΤΟ ΛΕΩ ΗΡΩΙΚΟ ΔΙΟΤΙ ΕΚΕΙ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΤΟ ΑΓΑΠΩ ΠΟΛΥ
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΣΠΑΝΟΥ



0 Σχόλια

Δεν υπάρχουν σχόλια.

Υποβολή σχολίου
Δεν θα δημοσιευθεί

Ειδοποίησέ με μέσω e-mail σε απαντήσεις
Συλλαβισμός Συλλαβισμός

Tsipras-01

Κείμενα του ιδίου :

Πρόσφατες δημοσιεύσεις

γιά τήν σύνδεση στο Forum...





Αρχή σελίδας