Ἐξώφυλλο arrow Περιεχόμενα arrow Θέματα arrow Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ

Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ

Γράφει: Ἠλίας ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

(Δημοσίευση: 4 Φεβρουαρίου 2013) Σημαντική παρέμβαση τοῦ Ἠλία Παπαγιαννόπουλου. "γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα ποιοὶ εἴμαστε ἐμεῖς, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀφετηριακὸ ἐρώτημα, πρέπει νὰ θέσουμε καὶ νὰ ἀπαντήσουμε τὸ ἐρώτημα τὶ εἶναι ἡ νεωτερικότητα. Ἀλλὰ παραδόξως, ἰσχύει καὶ τὸ ἀντίστροφο, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε τὶ εἶναι ἡ νεωτερικότητα, πρέπει νὰ θέσουμε τὸ ἐρώτημα ποιοὶ εἴμαστε ἐμεῖς"



ilias_papagianΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ εἰσήγηση θὰ βρεθεῖ στοὺς ἀντίποδες τῆς εἰσήγησης τοῦ Κώστα [Κουτσουρέλη] κι αὐτὸ νομίζω εἶναι καλὸ γιὰ τὴν καλύτερη εἰκόνα τοῦ θέματος.

ΤΟ ΘΕΜΑ εἶναι βεβαίως πάρα πολὺ εὑρύ, ἡ νεωτερικότητα. Θὰ προσπαθήσω νὰ θίξω ἕνα ζήτημα, μία πτυχὴ τοῦ ζητήματος, ποὺ ἀφορᾶ κυρίως θὰ ἔλεγα τὸ μεθοδολογικὸ κομμάτι, δηλαδὴ τὸ κομμάτι τοῦ πῶς μιλᾶμε γιὰ τὴν νεωτερικότητα ἤ πῶς ἔχουμε πρόσβαση στὸ ζήτημα τῆς νεωτερικότητας.

Ο ΤΙΤΛΟΣ τῆς δικῆς μου ὁμιλίας, ὅπως θἄχετε δεῖ καὶ θἄχετε ἀκούσει, εἶναι «Ἡ νεωτερικότητα καὶ ἐμεῖς». Μέσα στὸν τίτλο αὐτὸν ὑπονοοῦνται καὶ ὑποδηλώνονται τρία ζητήματα, τὰ ὁποῖα εἶναι κατ' ἀρχὰς διακριτὰ, ἀλλὰ καὶ ἀλληλένδετα. Εἶναι τρία διαφορετικὰ προβλήματα. Τὸ πρῶτο πρόβλημα εἶναι τὶ εἶναι νεωτερικότητα. Τὸ δεύτερο ἐρώτημα τὸ ὁποῖο τίθεται, τὸ δεύτερο πρόβλημα, εἶναι ποιοὶ εἴμαστε ἐμεῖς. Καὶ ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο πρόβλημα, τὸ ὁποῖο ἀφορᾶ τὸ καὶ, νεωτερικότητα καὶ ἐμεῖς. Ποιὰ εἶναι ἀκριβῶς ἡ φύση αὐτῆς τῆς συνάφειας; Ὑποδηλώνεται ἐδῶ μιὰ ἀφετηριακὴ ἀπόλυτη διαφορά, μιὰ ξενότητα μεταξὺ τῆς νεωτερικότητας καὶ ἡμῶν; Πρῶτα εἶναι κάτι ἡ νεωτερικότητα, μετὰ εἴμαστε κάτι ἐμεῖς; Καὶ στὴν συνέχεια θέτουμε τὸ ἐρώτημα πῶς αὐτὲς οἱ δύο διαστάσεις μεταξὺ τους συνδέονται; Εἶναι δευτερογενὴς δηλαδὴ ἡ συνύφανση; Ἐὰν πάλι δὲν εἶναι δευτερογενής, ἐὰν μὲ κάποιον τρόπο οἱ δύο αὐτὲς διαστάσεις, ἡ νεωτερικότητα δηλαδὴ καὶ ἐμεῖς, συνυφαίνονται, πῶς συνυφαίνονται, μὲ ποιὸν ἀκριβῶς τρόπο καὶ ποιὲς θὰ ἦταν ἐδῶ οἱ ἀπώτερες συνέπειες τὶς ὁποῖες θὰ μπορούσαμε νὰ συνάγουμε;

Η ΘΕΣΗ τὴν ὁποία θέλω ἐδῶ νὰ ὑποστηρίξω εἶναι διττή: Ὅτι πρῶτον ἡ συνάφεια αὐτὴ εἶναι ἀμφίδρομη, δηλαδὴ ὅτι γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα ποιοὶ εἴμαστε ἐμεῖς, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀφετηριακὸ ἐρώτημα, πρέπει νὰ θέσουμε καὶ νὰ ἀπαντήσουμε τὸ ἐρώτημα τὶ εἶναι ἡ νεωτερικότητα. Ἀλλὰ παραδόξως, ἰσχύει καὶ τὸ ἀντίστροφο, δηλαδὴ γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε τὶ εἶναι ἡ νεωτερικότητα, πρέπει νὰ θέσουμε τὸ ἐρώτημα ποιοὶ εἴμαστε ἐμεῖς. Ἐδῶ, τὰ δύο αὐτὰ ζητήματα, κατὰ τὴν γνώμη μου γιὰ λόγους καὶ ἱστορικούς -δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ θέλω νὰ πῶ ἔχει καὶ μία ἱστορικὴ σημασία, ἔχει καὶ μία μεθοδολογικὴ σημασία- πρέπει νὰ τεθοῦνε μαζί. Αὐτὸ θὰ σήμαινε τώρα καὶ τὸ ἑξῆς ἀκόμα παράδοξο, ὅτι τὸ "καὶ", ἡ νεωτερικότητα "καὶ" ἐμεῖς, αὐτὸ τὸ "καὶ" εἶναι ἀκριβῶς ὄχι κάτι δευτερογενές, ἀλλὰ εἶναι ὁ κρυφὸς ἐκεῖνος ὅρος ποὺ θὰ μᾶς ἐπέτρεπε νὰ ἀπαντήσουμε καὶ στὶς δύο ἐρωτήσεις, καὶ γιὰ τὴν νεωτερικότητα καὶ γιὰ ἐμᾶς. Λοιπὸν κατ' ἀρχὰς ποιὰ εἶναι ἡ συγκυρία. Ἀναφέρθηκε καὶ ἀπὸ τὸν Κώστα καὶ ἀπὸ τὸν Μίλτο, θὰ κάνω κι ἐγὼ μιὰ σύντομη ἀναφορά. Κατ' ἀρχὰς ὡς πρὸς τὴν Δύση, εἶναι σαφὲς ὅτι βρισκόμαστε ἐδῶ καὶ χρόνια σὲ μία περίοδο ὅπου τὸ ἐρώτημα γιὰ τὰ ὅρια τῆς νεωτερικότητας, γιὰ τὴν φυσιογνωμία της, ἐπανέρχεται δραματικά. Εἶναι ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἀλήθεια, καὶ σὲ αὐτὸ θὰ ἐπιμείνω στὴν συνέχεια, ὅτι τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν φύση τῆς νεωτερικότητας τὴν συνόδευε ἐξ ἀρχῆς. Δηλαδή, δὲν προέκυψε ὡς μία στιγμὴ παρακμῆς της, ὡς μία στιγμὴ ἀμφισβήτησης στὸ τέλος της, ἀλλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἄν κάτι χαρακτηρίζει τὴν νεωτερικότητα σὲ μεγάλο βαθμό, εἶναι ἡ διαρκὴς ἐπανέλευση τοῦ ἀνοιχτοῦ ἐρωτήματος πάνω στὴν ἴδια της τὴν φυσιογνωμία, πάνω στὴν ταυτότητά της. Ἄρα μία διαρκὴς αὐτοαμφισβήτηση, μία αὐτοκριτική, μία αὐτοϋπονόμευση. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα στοιχεῖο. Βεβαίως μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι σήμερα ἡ ἀμφισβήτηση αὐτὴ ἔχει πάρει ἐν μέρει διαφορετικὸ χαρακτῆρα, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν πρόκειται πιὰ μόνο γιὰ μία πνευματικὴ διερώτηση, ἀλλὰ τὸ θέμα τῶν ὁρίων ἔχει πάρει πλέον διαστάσεις ὑλικές, θεσμικές. Μποροῦμε λοιπὸν νὰ μιλήσουμε γιὰ μία γενικὴ συστημικὴ κρίση, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο θέτει ἐνδεχομένως τὸ ζήτημα τῶν ὁρίων σὲ ἄλλη διάσταση.

ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ, κάτι ἀνάλογο ἰσχύει καὶ μὲ τὴν Ἑλλάδα. Δηλαδὴ ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ βρισκόμαστε σὲ μία ἐποχὴ ριζικῆς δομικῆς κρίσης, ἡ ὁποία δὲν θέτει μόνο ἕνα ζήτημα διαχειριστικό, ἀλλὰ μὲ κάποιον τρόπο θέτει ἕνα ζήτημα συγκρότησης τοῦ συλλογικοῦ ὑποκειμένου. Δηλαδὴ ἄν κάτι τίθεται σήμερα ὑπὸ διερώτηση, ὑπὸ ἀμφισβήτηση, εἶναι ἄν ὑπάρχει κἄν ἕνα ἐμεῖς, ἄν ὑπάρχει κἄν ἕνα συλλογικὸ ὑποκείμενο, καὶ ποιὸ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι αὐτό. Θέτουμε δηλαδὴ μὲ κάποιον τρόπο ἕνα ἐρώτημα θεμελιῶδες. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ καὶ στὴν δικὴ μας περίπτωση θαρρῶ ὅτι ἰσχύει τὸ γεγονὸς πὼς ἡ νεοελληνικὴ ταυτότητα παραμένει ἐν πολλοῖς ἕνα αἴνιγμα, παραμένει ἕνα μυστήριο· ἄν κάτι τὴν συνοδεύει καὶ τὴν χαρακτηρίζει εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν κλείνει ποτὲ αὐτὴ ἡ ἐρώτηση καὶ ὅτι διαρκῶς ἐπανέρχεται· καὶ ἑπομένως ἔχουμε στὴν παροῦσα φάση μᾶλλον μία παρόξυνση αὐτοῦ ποὺ εἶναι ὁ νεοελληνικὸς χαρακτήρας, δηλαδὴ ἡ διαρκὴς [διερώτηση] τὸ ἀνοιχτὸ ἐρώτημα καὶ ὄχι μία στιγμὴ ἀκριβῶς παρακμῆς της [τῆς νεοελληνικῆς ταυτότητας].

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἐπανέλθω καὶ ἀργότερα, γιατὶ εἶναι κρίσιμο.

ΤΩΡΑ, πῶς μποροῦμε ἄραγε νὰ ρωτήσουμε γιὰ τὸ τὶ εἶναι νεωτερικότητα; Τὶ εἶναι ἄραγε γιὰ μᾶς ἡ νεωτερικότητα; Πῶς νὰ βροῦμε μία πρόσβαση σ΄αὐτὸ τὸ ἱστορικὸ ἔδαφος; Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε καὶ σὲ σχέση μὲ μᾶς εἰδικὰ ποιὰ εἶναι; Ἐδῶ ἔχουμε θὰ ἔλεγα σχηματικὰ δύο βασικὰ ἱστορικὰ σχήματα, δύο ἱστορικὲς ἀφηγήσεις ὅπως λέμε σήμερα. Μὲ βάση τὴν πρώτη ἀπ' αὐτὲς, ἡ νεωτερικότητα εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι ξένο μὲ ἐμᾶς, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι ὑπάρχει ἕνας σταθερὸς [χαρακτήρας] καὶ ἔχει ἀρνητικὸ χαρακτῆρα. Ὁ ἀρνητικὸς αὐτὸς χαρακτήρας συνδέεται, μέσα ἀπ' τὴν ἀφήγηση, αὐτὴ μὲ τὸ δίπολο ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ τοῦ διαφωτισμοῦ καὶ τῆς αἰσιόδοξης πλευρᾶς τοῦ διαφωτισμοῦ, γιὰ τὴν ὁποία ἀκούσαμε πολλὰ πρὶν στὴν εἰσήγηση τοῦ Κώστα Κουτσουρέλη, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ σύνδεση τοῦ οὐτοπικοῦ αύτοῦ ἰδεώδους μὲ τὸν μηδενισμὸ καὶ μὲ μία διαδικασία ἀποσάρθρωσης. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἀρνητικὴ ἀνάγνωση τῆς νεωτερικότητας ἀντιπαραβάλλεται (ὄχι στὸ σχῆμα τοῦ Κώστα, γιατὶ ὁ Κώστας δὲν μίλησε κἄν γιὰ νεώτερη Ἑλλάδα, ἀλλὰ ἀντιπαραβάλλεται ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν σχέση ἡμῶν μὲ τὴν νεωτερικότητα) μὲ μία διαφορετικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ταυτότητα, ἡ ὁποία εἶναι ξένη καὶ πρὸς τὸ διαφωτισμὸ, πρὸς τὰ ὁράματα καὶ πρὸς τὸ μηδενισμὸ καὶ τρέφεται οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴν προνεωτερικὴ παράδοση. Τὸ σχῆμα αὐτὸ εἶναι ἕνα σχῆμα συγκρουσιακὀ. Δηλαδὴ νεωτερικότητα καὶ ἐμεῖς εἶναι δύο ξένοι ὅροι καὶ αὐτὸ ποὺ μᾶς προσδιορίζει εἶναι ἀκριβῶς ἡ σύγκρουση.

Σύμφωνα μὲ ἕνα ἄλλο σχῆμα, τὴν δεύτερη βασικὴ ἀφήγηση, ἡ νεωτερικότητα ἔχει θετικὸ πρόσημο, ὄχι πλέον ἀρνητικό, καὶ ἀντιστρόφως ἀρνητικὸ πρόσημο παίρνει ἡ νεώτερη Ἑλλάδα. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ σχῆμα τῆς σύγκρουσης τὸ ὑποκαθιστᾶ ἐκεῖνο τῆς μίμησης. Ἑπομένως ἡ νεωτερικότητα γίνεται ἀντιληπτὴ μὲ ὅλα της τὰ θετικά, τὰ οὐτοπικὰ χαρακτηριστικά, ἐκσυγχρονισμός, ἀτομοκεντρικὴ ἀνθρωπολογία, ἱστορικὴ πρόοδος καὶ τὰ λοιπὰ καὶ ἡ Ἑλλάδα καλεῖται νὰ [ἀκολουθήσει] ἡ σημασία ποὺ ἔχει ἡ νεωτερικότητα εἶναι ἡ ἀκριβὴς σημασία αὐτοῦ τοῦ ἰδεώδους.

Μποροῦμε νὰ ποῦμε τώρα ὅτι καὶ τὰ δύο αὐτὰ σχήματα ἔχουν κάποια κοινὰ χαρακτηριστικὰ, ἔχουν δύο κοινὰ σημεῖα σημαντικά. Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι ἡ νεωτερικότητα ἀποτελεῖ μία προϋπόθεση ἐδῶ γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε γιὰ τὸ χαρακτῆρα τῆς νεώτερης Ἑλλάδας. Ἀρνητικὸ στὴν μία καὶ θετικὸ στὴν ἄλλη. Ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωση ἡ νεώτερη Ἑλλάδα, τὸ νεώτερο κράτος καὶ τὰ λοιπὰ, θεσμίζεται καὶ διάγει τὸν ἱστορικὸ του βίο σὲ σχέση μὲ μία εἰκόνα τῆς νεωτερικότητας, εἴτε ἡ εἰκόνα αὐτὴ εἶναι ἐκείνη τὴν ὁποία ἡ νεωτερικότητα ἀκτινοβολεῖ πρὸς ἐμᾶς, εἴτε εἶναι ἐκείνη τὴν ὁποία ἐμεῖς προβάλλουμε στὴν νεωτερικότητα ὡς ἀντιδάνειο μὲ κάποιον τρόπο καὶ ἀρνητικὸ εἴδωλο τῆς προβολῆς ποὺ ἡ νεωτερικότητα ἔκανε πάνω στὴν ἀρχαῖα Ἑλλάδα. Στὸ ἀρνητικὸ λοιπὸν εἴδωλο αὐτῆς τῆς ἐξιδανίκευσης, τὴν ὁποία προέβαλε ἀπὸ πάνω πρὸς τὰ κάτω ἡ Δύση πρὸς τὴν νεώτερη Ἑλλάδα.

Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ πρῶτο. Ὅτι συμφωνοῦμε ὅτι ἡ νεωτερικότητα εἶναι μία προϋπόθεση ἀπάντησης γιὰ τὴν νεοελληνικὴ ταυτότητα. Ἐχθρότητα στὴν μία περίπτωση, ἐξιδανίκευση στὴν ἄλλη περίπτωση.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ τὸ ὁποῖο θέλω νὰ ἐπισημάνω εἶναι ὅτι καὶ στὶς δύο βασικὲς αὐτὲς ἀφηγήσεις εἶναι σημαντικὸ ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ὅρους παραμένει λίγο πολὺ σταθερός. Κι ὅταν λέω σταθερὸς ἐννοῶ ὅτι ἀξιολογεῖται μὲ μία ποιότητα, συνδέεται μὲ μία ὀντολογικὴ ποιότητα, ἡ ὁποῖα διατηρεῖται σταθερὴ λίγο πολὺ μέσα στὴν ἱστορία. Εἴτε ἡ Δύση ἀπ' τὴν μιὰ πλευρὰ μὲ τὴν θετικότητά της, εἴτε ἡ ἰδέα περὶ μιᾶς συλλογικότητας προνεωτερικῆς ἑλληνικῆς ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ἄρα ὑπάρχει κάτι τὸ ὁποῖο μένει, θὰ λέγαμε, ὑπεράνω τῆς διερώτησης, ὑπεράνω τῆς ἀπορίας, σὰν νὰ προηγεῖται τῆς ἀπορίας. Τὶ θὰ σήμαινε ὅμως καὶ τὶ θὰ συνέβαινε ἐὰν μὲ κάποιον τρόπο ὁδηγούσαμε ταυτόχρονα καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς ὅρους σὲ μία ὁδυνηρὴ διαδικασία ἀποσταθεροποίησης. Ταυτοχρόνως. Καὶ ἄν ἐπιπλέον ἀναγνωρίζαμε τὴν ἀποσταθεροποίηση αὐτὴ τὴν κοινὴ στὴν ἑρμηνεία καὶ τὴν κατανόηση τῶν δύο αὐτῶν ὅρων ὡς τὸ ἐπίκεντρο τῆς σημερινῆς ἱστορικῆς μας ἐμπειρίας. Αὐτὸ νομίζω θὰ ἄλλαζε τὸν συσχετισμό, θὰ ἔδινε μία νέα τροπὴ στὸ "καὶ" καὶ ἐπιπλέον θὰ μᾶς ἐπέτρεπε νὰ ἔχουμε ἕναν ταυτόχρονο τρόπο νὰ δοῦμε μὲ νέο μάτι καὶ τὶ εἶναι νεωτερικότητα καὶ συναφῶς τὶ εἶναι ἡ νεοελληνικὴ συνθήκη.

Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ σημερινὴ συνάντηση ὑπόκειται σὲ μία σειρὰ ἀπὸ παράδοξα. Τὸ πρῶτο παράδοξο εἶναι ὅτι ξεκινᾶμε νὰ κάνουμε μία εἰσαγωγὴ καὶ τὴν εἰσαγωγὴ τὴν ξεκινᾶμε μὲ ἕναν λόγο περὶ τέλους. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο παράδοξο. Τὸ δεύτερο εἶναι τὸ ὅτι μιλᾶμε γιὰ τὴν νεωτερικότητα καὶ μάλιστα θέτουμε τὸ τέλος ὡς χαρακτηριστικό. Δηλαδὴ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἡ ὁποία κατ' ἐξοχὴν ὁρίζεται ὡς ἔναρξη, ἡ ὁποία κατατρύχεται ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς ἔναρξης, ἐμεῖς ξεκινᾶμε νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸ τέλος της. Ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὸ τέλος τῆς νεωτερικότητας, ἔχουμε ἄραγε ἤδη ἐξέλθει τοῦ πεδίου της; Μιλᾶμε δηλαδὴ ἀπὸ μιὰ θέση ἐξωτερικὴ ἀπὸ αὐτήν; Ἤ μιλᾶμε γιὰ τὸ τέλος της, ὄντας ἀκόμα μέρος τῆς νεωτερικότητας; Ἡ ἐρώτηση αὐτὴ εἶναι κατὰ τὴν γνώμη μου κρίσιμη, διότι παραπέμπει σὲ δύο διαφορετικὲς ἑρμηνεῖες τοῦ τὶ ἐστὶ ἔναρξη. Θὰ συμφωνήσουμε λοιπὸν ὅτι ἡ νεωτερικότητα ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ καινούργιο, μὲ τὸ νέο. Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι ποιὰ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ὀντολογικὴ ποιότητα, τὶ σημαίνει ὅτι κάτι ξεκινάει καὶ κάτι ἱδρύεται. Μήπως ἡ ἔναρξη τελεῖ πάντοτε ἐν γνώσει της ἤ ἐν ἀγνοία της σὲ καταστατικὴ ἀναφορὰ μὲ ἕνα τέλος; Μήπως ἑπομένως ὅταν ἡ ἔναρξη αὐτονομεῖται ἀπὸ κάθε ἰδέα περὶ τέλους βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὴν διαλεκτικὴ σχέση της μὲ ἕνα τέλος, παύει πλέον νὰ εἶναι ἔναρξη καὶ γίνεται κάτι ἄλλο; Αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία, διότι ἐπὶ τῆς οὐσίας συνδέεται μὲ δύο διακριτὲς καὶ διαφορετικὲς ἀντιλήψεις τοῦ τί εἶναι νεωτερικότητα. Δηλαδὴ ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ ἔχουμε μία κατανόηση τῆς ἔναρξης ὡς πλήρους ρήξης μὲ ὁτιδήποτε ξένο, μὲ ὁτιδήποτε ἐξωτερικὸ κατ' ἀρχὰς ἱστορικά, δηλαδή μὲ τὸ παρελθὸν, μὲ τὸν παρελθόντα χρόνο, μιὰ κίνηση ἀπόλυτης κατασκευῆς, δὲν θἄλεγα δημιουργίας, θἄλεγα κατασκευῆς. Μιὰ ἐν κενῷ  κίνηση.

Στὴν περίπτωση αὐτὴ θὰ λέγαμε ὅτι μὲ τὴν ἑτερότητα, μὲ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἑτερότητα, τὸ ὑποκείμενο, τὸ ἱστορικὸ ὑποκείμενο, ἔχει σχέση ἐχθρότητας.

ΑΥΤΗ εἶναι ἡ μία πλευρὰ τῆς νεωτερικότητας, εἶναι θὰ λέγαμε ἡ κυρίαρχη πλευρά. Θὰ τὴν συνέδεα μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Κώστας Κουτσουρέλης ὀνόμασε οὐτοπικὸ καὶ μεσσιανικὸ δυναμικὸ τῆς νεωτερικότητας, δηλαδὴ μὲ τὸ ὀραματικὸ της στοιχεῖο. Συνδέεται μὲ τὴν αὐτοθέσμιση, μὲ τὴν αὐτονομία, μὲ μία σειρὰ ἀπὸ χειρονομίες δηλαδὴ, ὅπου τὸ ὑποκείμενο γίνεται κύριος τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ κύριος τοῦ κόσμου ταυτόχρονα· ἂν θέλετε, μὲ μία καθαρὴ θετικότητα.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὅμως ὑπάρχει καὶ μία διαφορετικὴ ἀντίληψη περὶ ἔναρξης, τὴν ὁποία -τὸ λέω πολὺ σχηματικὰ διότι πρέπει νὰ προχωρήσουμε καὶ στὴν κουβέντα- δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀναπτύξω ἐπαρκῶς, ἀλλὰ τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ἡ ἔναρξη δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ τεθεῖ σὲ διαλεκτικὴ σχέση ἤδη μὲ κάτι ἀρνητικό, δηλαδὴ ὅτι ἡ ἔναρξη σχετίζεται, φέρει μέσα της μιά ἐμπειρία στέρησης, μιὰ ἐμπειρία ἀπώλειας, μιὰ ἐμπειρία ρήγματος. Ἑπομένως, ὑπὸ τὸ φῶς αὐτῶν τῶν ἐννοιῶν, ἡ ἔναρξη δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ μία αὐτοθέσμιση, ἀλλὰ ἔχει νὰ κάνει μὲ μία διάνοιξη, δηλαδὴ μὲ κάποιον τρόπο ὁδηγεῖ ἀκριβῶς στὴν ἀντίθετη κατεύθυνση.

Γιατὶ ἡ διάκριση αὐτὴ εἶναι σημαντική;

ΠΡΩΤΟΝ διότι ὁδηγεῖ σὲ δύο ἐντελῶς διαφορετικὲς ἀντιλήψεις περὶ τῆς νεωτερικότητας. Ἡ μία εἶναι ἡ κυρίαρχη -καὶ ἱστορικῶς κυρίαρχη καὶ ἑρμηνευτικῶς κυρίαρχη- αὐτὴ ποὺ βλέπει τὴν νεωτερικότητα ὡς αὐτοπεριγραφὴ της, δηλαδὴ ταυτίζει τὴν νεωτερικότητα μὲ τὴν ἰδεολογικὴ αὐτοπεριγραφὴ της νεωτερικότητας, τὶς ὑποσχέσεις της, τὸν παράδεισό της, τὴν ἐπίκληση τοῦ παραδείσου καὶ τὰ λοιπά. Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη ἑρμηνεία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία αὐτὸ δὲν εἶναι παρὰ μόνο ἡ προδομένη νεωτερικότητα, δηλαδὴ ἡ προδοσία τῆς ἔναρξής της, ἡ προδοσία δηλαδὴ τῆς ἀδυναμίας της, ἡ προδοσία τῆς ἴδιας της τῆς διάνοιξης. Κλειστότητα στὴν μία περίπτωση, διάνοιξη στὴν ἄλλη. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν δεύτερη ἀκριβῶς θεώρηση, αὐτὸ ποὺ εἶναι ἡ νεωτερικότητα ἤταν ἡ στιγμὴ τῆς ρήξης καὶ ἡ στιγμὴ τῆς ἐκκρεμότητας ἡ ὁποία προκύπτει ἀπ' αὐτὴ τὴν ρήξη. Καὶ τότε ἡ ἀνάληψη ἐκ μέρους τοῦ ὑποκειμένου τῆς ἰσχύος, τῆς αὐτοθέσμισης, τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ καὶ τὰ λοιπὰ, δὲν ἤταν τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἐπικάλυψη, ἡ δευτερογενὴς ἐπικάλυψη ἐκείνης τῆς ἀφετηριακῆς στιγμῆς.

Τὶ θὰ σήμαινε αὐτό; Θὰ σήμαινε -καὶ τὸ λέω τώρα προτρέχοντας- ὅτι αὐτὸ ποὺ ματαιώνεται σήμερα, αὐτὸ ποὺ σήμερα φτάνει σ' ἕνα τέλος, δὲν εἶναι ἡ νεωτερικότητα, ἀλλὰ εἶναι οἱ ψευδαισθήσεις τῆς νεωτερικότητας. Καὶ ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ, αὐτὸ τὸ ὁποῖο συμβαίνει εἶναι ὅτι ξαναβρίσκουμε κάτω ἀπὸ τὶς ἐπικαλύψεις τῶν ἀπωθήσεών της, ξαναβρίσκουμε τὸ ἀφετηριακὸ της ἐρώτημα, ξαναβρίσκουμε δηλαδὴ τὴν ἀφετηριακὴ της ἐκκρεμότητα ὡς πραγματικὸ ἱστορικὸ της περιεχόμενο.

ΔΕΥΤΕΡΗ συνέπεια, πολὺ σημαντικὴ: ἀπὸ τὸ πῶς θ' ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα αὐτὸ τὸ ἑρμηνευτικό, ἐξαρτᾶται ἄμεσα πῶς θ' ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν νεώτερη Ἑλλάδα. Διότι εἶναι σαφὲς ὅτι ἄν ταυτίσουμε μὲ τὴν νεωτερικότητα αὐτὸ ποὺ ὀνόμασα ἰδεολογικὴ αὐτοπεριγραφὴ τῆς νεωτερικότητας, δὲν ἔχουμε καμμία ψυχικὴ συνάφεια μὲ αὐτό, καὶ ἐνδεχομένως νὰ εἴχαμε ψυχικὴ συνάφεια μὲ ἕνα ὁρισμένο πρόγραμμα, τὸ ὁποῖο ἐπὶ σχεδόν δύο αἰῶνες ἤταν γιὰ μᾶς σημαντικό. Ἐὰν ὅμως μὲ τὴν νεωτερικότητα συνδέσουμε τὴν στιγμὴ τῆς κρίσης της, ἐὰν δοῦμε δηλαδὴ ὡς νεωτερικότητα τὴν ἐσωτερικὴ διαλεκτικὴ ἀνάμεσα σὲ μία στιγμὴ ἀρνητικὴ καὶ σὲ μία στιγμὴ θετική, σὲ μία στιγμὴ δηλαδὴ δημιουργίας, διάνοιξης στὸ νέο καὶ ταυτόχρονα ρήξης, δημιουργίας καὶ δεξίωσης, τότε εἶναι σαφὲς ὅτι εἰδικὰ στὴν στιγμὴ τῆς κοινωνικῆς κρίσης τὴν ὁποία διέρχεται σήμερα ὁ τόπος, ὑπὸ μία ἔννοια ἡ Ἑλλάδα εἶναι τὸ ἱστορικὸ ὑποκείμενο τῆς Δύσης. Ἱστορικὸ ὑποκείμενο τῆς Δύσης, ἀπὸ τὰ κάτω, ὄχι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἰσχυροῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πλευρὰ ἐκείνου ὁ ὁποῖος φέρει μέσα του τὴν βαθύτερη μοῖρα τῆς Δύσης, δηλαδὴ τὴν μοῖρα ἀκριβῶς τῆς ρήξης, τὴν μοῖρα τῆς κατάργησης τοῦ μιμητοῦ θὰ λέγαμε, ἄν κατάργηση τοῦ μιμητοῦ εἶναι μία διατύπωση τοῦ τραγικοῦ, ὡς αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς στιγμῆς. Νομίζω ὅτι βρισκόμαστε πολὺ κοντὰ σὲ αὐτό.

Ἔχω δύο-τρία λεπτά, δὲν προλαβαίνω νὰ σᾶς ἐξηγήσω λίγο παραπάνω. Εἶχα κατὰ νοῦ νὰ κάνω μία μικρὴ ἀναδρομὴ στὸν γερμανικὸ ρομαντισμὸ γιὰ νὰ δοῦμε μὲ λίγο πιὸ συγκεκριμένο τρόπο πῶς ἐκεῖ γίνεται, πῶς πάει ὁ διάλογος μεταξὺ τῆς μιᾶς καὶ τῆς ἄλλης πλευρᾶς. Ἑπομένως, στὸ γερμανικὸ ρομαντισμό, στὴν διαλεκτικὴ δηλαδὴ τοῦ Χέγκελ, στὶς σχέσεις Σίλλερ καὶ Χέγκελ στὴν ὁποία ἤθελα νὰ ἐπιμείνω, φαίνονται πάρα πολὺ καλὰ αὐτὲς οἱ δύο δυνατότητες, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ ὑπάρχει ἡ ἰδέα ὅτι ἡ νεωτερικότητα εἶναι μία, ξεκινάει μὲ μία ἀφετηριακὴ ἐκκρεμότητα καὶ γίνεται μία κίνηση ἡ ἐκκρεμότητα αὐτὴ νὰ ξαναμπεῖ σ' ἕνα ὄχημα ἱστορικῆς ἰσχύος, παράγοντας μία νέα μυθολογία, μία αὐτομυθολογία τοῦ ἀνθρώπου πλέον· καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ὑπάρχει μέσα στὸ γερμανικὸ ρομαντισμὸ ἡ ἰδέα ὅτι ἡ κίνηση αὐτὴ πλέον εἶναι ἀνεπίστροφη, ἡ κίνηση δηλαδὴ τῆς ἀποξένωσης, τῆς ρήξης, τῆς ἀπο-ἰδιοποίησης, ὅπως θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ἄρα  ὅτι τὸ τραῦμα ἀπὸ κάτω παραμένει ἀνυπέρβλητο· καὶ τότε ἔχουμε δύο δυνατότητες ἐπὶ τῆς οὐσίας μπροστὰ μας καὶ νομίζω ὅτι σ' αὐτὸ τὸ ὅριο ξαναγυρίζουμε σήμερα: ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ ἔχουμε τὴν δυνατότητα μιᾶς διαρκοῦς, μιᾶς ἰδέας περιπλάνησης χωρὶς τέλος ποὺ ὑπάρχει κι αὐτὸ σ' αὐτὴ τὴν ἀφετηριακὴ ἰδέα ποὺ εἶναι μία ἑρμηνεία τοῦ μεταμοντέρνου καὶ τῆς μετανεωτερικότητας· καὶ μία ἄλλη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ ἀδύνατον τῆς ἐπαναθεμελίωσης τοῦ ἑαυτοῦ, δηλαδὴ τῆς ἐπαναθεμελίωσης σὲ ἕνα ἱσχυρὸ ἐγώ, σὲ ἕνα αὔταρκες ὑποκείμενο, ἐπιτρέπει τὴν γένεση ἑνὸς συλλογικοῦ μὲ ἄλλες πλέον, μὲ ἄλλες προοπτικὲς καὶ μὲ ἄλλες διαστάσεις.

...Κάπου ἐδῶ θὰ τελειώσω κι ἐγὼ, ἄν καὶ θὰ εἶχα πολλὰ νὰ πῶ ἀκόμα, γιατὶ δὲν ἔχουμε χρόνο.

Εὐχαριστῶ.

0 Σχόλια

Δεν υπάρχουν σχόλια.

Υποβολή σχολίου
Δεν θα δημοσιευθεί

Ειδοποίησέ με μέσω e-mail σε απαντήσεις
Συλλαβισμός Συλλαβισμός

Tsipras-01

Πρόσφατες δημοσιεύσεις

γιά τήν σύνδεση στο Forum...





Αρχή σελίδας