Ἐξώφυλλο arrow Περιεχόμενα arrow θυμόμαστε... arrow ΤΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΑΞΕΛΟΥ

ΤΟ ΠΑΙΓΝΙΔΙ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΑΞΕΛΟΥ

Γράφει: Henri LEFEBVRE

(Δημοσίευση: 13 Φεβρουαρίου 2010). Ἔφυγε ὁ Κώστας Ἀξελός... Μᾶς ἄφησε τὴν σκέψη του, ἕνα παιγνίδι-στὸν-Κόσμο κι ἕνα στοίχημα γιὰ τὸ Ἐκεῖθεν. Μᾶς ἄφησε τὸν μὴ αὐστηρό (μὲ κάθε ἔννοια) λόγο του, τὴν ἤρεμη μαχητικότητά του. Μᾶς ἔδειξε τὸν ὁρίζοντα, ἀλλὰ καὶ μᾶς προκάλεσε νὰ ὑπερβοῦμε τὴν ἴδια τὴν ἰδέα τοῦ ὁρίζοντα. Διαλέξαμε νὰ δημοσιεύσουμε ἕνα παληότερο κείμενο τοῦ Ἀνρί Λεφέβρ, ἕναν σημαντικὸ σχολιασμὸ τοῦ ἔργου τοῦ Κώστα Ἀξελοῦ.
Κλείνοντας, ἀς θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Κώστα Ἀξελοῦ: "Πολὺ πέρα ἀπὸ κάθε δοξασία ἢ πίστη, θρησκευτικὴ ἢ θεολογική, ἡ σκέψη περιεῖχε καὶ περιέχει ἕνα στοιχεῖο πίστης ποὺ δὲν εἶναι θεολογικὴ καὶ ποὺ εἶναι ξένη πρὸς κάθε πνεῦμα σέκτας. Μία πίστη ποὺ δὲν εἶναι ἄθεη καὶ ποὺ δὲν σώζει. Ποὺ δὲν παρέχει κἄν πίστη σ' αὐτὸ ποὺ οἱ ἐποχὲς πιστεύουν ὅτι εἶναι. Ἡ ἀποφασιστικὰ διαυγὴς σκέψη, ποὺ ἐρωτᾶ χωρὶς ἀνάπαυλα καὶ ἀναπόφευκτα παραπλανᾶται, τολμᾶ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν ἀθλιότητα τοῦ κόσμου. Ριζικὰ αὐθάδης, αὐθεντική, ἀνοίγεται στὸ κυβευτικό"...(Γ.Φ.Φ.)



Lefebvre_017Μία μακρά γενεαλογική γραμμή στοχαστών που μερικές φορές εκφράζεται με αφορισμούς (με τρόπο ελάχιστα συστηματικό) πηγαίνει από από την προφιλοσοφία προς την μεταφιλοσοφία[1], από τους προσωκρατικούς (Ηράκλειτος) προς εκείνους που ξανάπιασαν, για να τα φέρουν σε πέρας, τα αχανή σχέδια-προτάγματα και τις μεγάλες φιλοδοξίες φιλοσόφων, όχι χωρίς να τις υποβάλουν σε σκληρή κριτική (Μαρξ, Νίτσε, Φρόυντ ίσως, και Χάιντεγγερ και άλλοι ακόμα)...

...ΠRIN NA συνοψίσουμε αυτή την γενεαλογία, πριν να ρίξουμε φως στην εκπληκτική εκκόλαψη σε ένα καινούργιο έδαφος ενός πανάρχαιου σπόρου παρασυρμένου από τους άνεμους και τους καιρούς, θα ήταν ίσως δυσάρεστο αλλά χρήσιμο να σταθούμε μια στιγμή, να κοιτάξουμε, να δείξουμε με το δάκτυλο τις παγίδες που σήμερα αιχμαλωτίζουν την σκέψη στην Γαλλία πάνω στις διαδρομές που αξιώνει να ακολουθήσει. Κι αυτό όχι τόσο για να χωροθετήσουμε τα έργα του Κώστα Αξελού, όσο για να δείξουμε την κατάσταση από την οποία πασχίζει να βγεί. Κι όχι μόνο αυτός...

ΑΣ ΜΗ διστάζουμε να διαπιστώσουμε έναν οδυνηρό ευρωκεντρισμό που δεν χάνει ευκαιρία να στενεύει σε έναν παρισο-κεντρισμό λιγάκι επαρχιώτικο. Κάποιοι παίρνουν στα σοβαρά, σύμφωνα με το καθιερωμένο λεξιλόγιο, τούτο ή εκείνο, την τάδε ιδέα ή το τάδε έργο. Κάποιοι ενθουσιάζονται, πράγμα που δεν είναι κακό, φορώντας το πνεύμα του σοβαρού, παναπεί του βαρύγδουπου. Αυτό που κάποιοι παίρνουν στα σοβαρά αλλάζει αρκετά συχνά, έτσι ώστε το πνεύμα σοβαρότητας (χωρίς να πάψει να φαντάζει σαν πνεύμα βαρύτητας) να μην βαραίνει πια στην πλάστιγγα. Πρέπει να ευχηθούμε στον Κώστα Αξελό να τον πάρουν στα σοβαρά; Είναι ένα μικρό ζήτημα αυτό, παρεπιμπτόντως. Μα νά κι άλλα. Γιατί ν' αφήσουμε το «πλανητικό» μέσα στους αντικατοπτρισμούς του εξωτισμού και μέσα στην εικονογραφία της επιστημονικής φαντασίας; Γιατί να παρατήσουμε στους δημοσιογράφους το «παγκόσμιο» και ν' αποφύγουμε τις ευθύνες παρακάμπτοντας αυτές τις αναζητήσεις; Με ποιό δικαίωμα αναβιβάζουμε στην τάξη πρωταρχικών και έσχατων αληθειών, προικισμένων με απόλυτη επιστημονικότητα, προτάσεις πάνω στην γλώσσα των οποίων η εμβέλεια και το νόημα δείχνουν τουλάχιστον αβέβαια, εκεί όπου οι σχέσεις ανάμεσα στα σημεία, τα λόγια, την σκέψη, την γραφή απεικονίζονται σε ιδεογράμματα; Προκειμένου να προσπελάσουμε στην γνώση της εποχής μας η ιστορία δεν αρκεί ή δεν αρκεί πλέον; Ας το παραδεχτούμε. Αλλά γιατί τόσα ζικ-ζακ και περιστροφές; Γιατί να διέλθουμε μέσα από την ανθρωπολογία, την εθνολογία, μέσα από την φυλή των Μπορορός ή την Αφρική; Η σημερινή Ανατολή, η Ασία δεν θα ‘χαν να προσφέρουν παρά την γιόγκα και τους θιβετιανούς χορούς; Οι περιστροφές δεν κινδυνεύουν, άραγε, να παρακάμψουν αυτό που κάποιοι ισχυρίζονται ότι προσπελαύνουν, το τωρινό, το παρόν, και να περάσουν παραδίπλα; Γιατί να μην προσπελάσουμε κατ' ευθείαν και κατά μέτωπο το τωρινό και να μη δοκιμάσουμε νέες μεθόδους προκειμένου να εξερευνήσουμε το παρόν και την παρουσία του (ή την απουσία του) προκειμένου να αποκαλύψουμε τις δυνατότητες που έχουν τις ρίζες τους σε αυτό, τις αδυνατότητες που προκύπτουν από αυτό;

ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ στοιβάζονται. Με κάθε θάνατο ξαναρχίζει η εξόδιος τελετή. Κάποιοι («κάποιοι»[2], αυτό το υποκείμενο που δεν είναι πλέον ένας, αυτός ο ανώνυμος και πασίγνωστος ο ήρωας του οποίου η θεωρία φτιάχτηκε αναμφίβολα από τον ίδιο) τέρπονται από αυτές τις τελετουργικές επαναλήψεις, που συνοδεύονται από αφηρημένα όργια. Ποιόν σκότωσαν; Ποιόν δεν σκότωσαν; Τον Θεό και τον «άνθρωπο», έπειτα το υποκείμενο και το αντικείμενο, την τέχνη δεν χωράει αμφιβολία, και την ιστορία, και την αλήθεια, και την ίδια την γλώσσα που δέχθηκε επίθεση στο όνομα της γλώσσας (μήπως πρόκειται λοιπόν για αυτοκτονία, για χαρακίρι;). Ο κ. Μισέλ Φουκώ ένοιωσε την μικρή προσωπική του γιορτή που μιμήθηκε τον χορό του θανάτου πάνω στο φέρετρο του Ανθρώπου, που ήδη είχε εκτελέσει ο Νίτσε. Καλώς. Και λοιπόν; Είναι τόσο χαρούμενη η χαρά μέσα στο κοιμητήριο; Ποιός επιβιώνει; Το κράτος; Δεν έχει όλος ο κόσμος την ευκαιρία να το αγαπήσει. Για ποιόν και περί τίνος πρόκειται λοιπόν;

Ο ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ επεξεργάστηκε εκλεπτυσμένες κατηγορίες. Λογουχάρη «καταληκτικό κλείσιμο», «άνοιγμα». Μπαίνουν στην γλώσσα. Δεν γράφουμε πια «ορίζω» ή «προσδιορίζω» αλλά «κλείνω καταληκτικά». Καλώς. Αυτοί οι όροι, όμως, δεν χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τις θεωρητικές διαδρομές που χαράσσουν. Μετατοπίζονται προς την φόρμα, στο «καθαρό» αφηρημένο. Λές και δεν πρόκειται ακριβώς γι' αυτό: άνοιγμα και/ή κλείσιμο. Πράγματι, υπάρχει απ' την μιά μεριά η σκέψη η κλειστή κι εσώκλειστη με μια σκοτεινή χαρά (Schadenfreude). Από αυτή την πλευρά, νά οι κατασκευαστές και οι λάτρεις συστημάτων καλά κλεισμένων, που λειτουργούν ανελέητα, που προσφέρονται στο αγοραστικό κοινό στους Διαγωνισμούς Λεπίν της ιδεολογίας[3]. Και νά η κολλεξιόν των «-ισμών», οι επιστημονισμοί που με πολύ φροντίδα βάζουν τα όρια στα πεδία και τους τομείς των τμηματικών δραστηριοτήτων. Και νά οι διμοιρίες των σοβαρών ανθρώπων. Και κατόπιν εκείνοι που ευνοούν ένα αντικείμενο, άλλοτε μικρό (ένα έργο, ένα κείμενο, μία συμπεριφορά, ένα είδος, ένα μαραφέτι ή ένα ματζαφλάρι), άλλοτε τεράστιο (έναν θεσμό, το Πανεπιστήμιο, την Εκκλησία, το Κράτος, ιδίως το Κράτος). Κι αυτό στο όνομα μίας τακτικής, μίας στρατηγικής.

ΑΠΟ ΤΗΝ άλλη πλευρά, υπάρχουν εκείνοι που θέλουν να ανοίξουν. Ψάχνουν μια διέξοδο. Αποφεύγουν για τα καλά να θέσουν ένα αντικείμενο, ένα πράγμα. Ξεχωρίζουν και καταφάσκονται. Λογαριάζουν στις καταστροφές, στην βία. Σχηματίζουν επαναστατικές μικροκοινωνίες. Ασκούν με επιτυχία την (κριτική) ανάλυση των θεσμών. Ή ξαναπιάνουν την παληά φιλοσοφική υπόθεση: θέλουν την αλήθεια. Με τούτο ή με εκείνο, και/ή πάνω σε τούτο ή εκείνο θέτουν σε αμφισβήτηση ό,τι συναντούν, αποκαλύπτοντας ιδεολογίες και αυταπάτες· στην συνέχεια θέτουν εαυτούς σε αμφισβήτηση στο μέτρο που αναζητούν την αλήθεια. Πού καταλήγουν; Στο χείλος μιάς αβύσσου.

ΟΙ ΜΕΝ μπλοκάρουν τον δρόμο, σταματούν μπροστά στο εμπόδιο -το αντικείμενο- που αυτοί ύψωσαν πάνω στο δρόμο. Οι δε -τα «υποκείμενα»- σταματούν μπροστά στο ευρύ άνοιγμα.

ΙΣΩΣ ΕΔΩ αναγνωρίσουμε τις δύο εναλλακτικές που έθεσε ο Μισέλ Φουκώ ανάμεσα στην αναλογία και την ταυτολογία (βλ. Αρχαιολογία της Γνώσης). Μα ας μη γελιόμαστε. Αυτός ο φιλόσοφος αρκείται να εκθέτει με τον τρόπο του την κατάσταση. Εισάγει μία προοπτική που τον ικανοποιεί. Αναδιπλώνεται στην ταξινόμηση της Γνώσης, του κεκτημένου (ή που περνιέται για τέτοιο), της Γνώσης που παραμένει κοντινή και της Γνώσης που απομακρύνεται. Ανήκει σε εκείνους που στοιβάζουν τα ερείπια πάνω στην διαδρομή. Εάν παραλείπει το δίλημμα, και εάν διατυπώνει την απορία[4], αυτό δεν γίνεται για να διαβεί το εμπόδιο.

ΕΙΤΕ ΚΑΠΟΙΟΙ θέλουμε να φτάσουμε σε μία υπέρτατη βαθμίδα, σε μία έσχατη αποκρυπτογράφηση·  και αυτή η βαθμίδα, αυτή η αποκωδικοποίηση διαφεύγουν επ' άπειρον. Είτε κάποιοι ισχυριζόμαστε ότι τα έχουμε ήδη βρεί αυτά, και τότε πρόκειται για το ο,τιδήποτε (οποιαδήποτε λόγια, οποιοδήποτε αντικείμενο, οποιαδήποτε ιδεολογία!). Κάθε προσπάθεια ερμηνείας φιλοσοφικού τύπου (Ερμηνευτική) οδηγείται στο απροσδιόριστο, ακόμη κι αν θεωρεί ότι είναι νομιμοποιημένη από την ψυχανάλυση, την ψυχολογία, την ιστορία, την κοινωνιολογία, κ.λπ. Αντίθετα, κάθε απόπειρα που επικαλείται μία σίγουρη τεχνική ή μία επακριβή διαδικασία (δομική, ή λειτουργική, ή μορφική [φόρμας]), που ισχυρίζεται από αυτό το σημείο και μετά ότι οικοδομεί ένα μοντέλο γνώσης της πραγματικότητας, κλείνεται, αλλά δεν δίνει τίποτε περισσότερο από ένα πράγμα υψωμένο σε κριτήριο.

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ λοιπόν; Ένας ανεμοστρόβιλος όπου ανακατεύονται και έρχονται αντιμέτωπα αυτά τα δύο ρεύματα, αυτές οι δύο απόπειρες: εκείνοι που εμπνέονται από μία τεχνική ή από μία τμηματική επιστήμη (συμπεριλαμβάνοντας εδώ και την γλωσσολογία και τα στρουκτουραλιστικά φερσίματα) - κι εκείνοι που προεκτείνουν την φιλοσοφική παράδοση. Η παληά θεωρησιακή σύγκρουση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο τερματίζεται άσχημα: με την αμοιβαία τους καταστροφή και την αυτοκαταστροφή τους. Εάν ο κ. Μ. Φουκώ επιθυμεί μία ακόμη γιορτή, ας του απευθύνουμε τον χαιρετισμό του νικητή -του φονέα- του Υποκειμένου και του Αντικειμένου. Ας αφήσουμε ωστόσο τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους· κι ας αποστρέψουμε το βλέμμα από το βασίλειο των σκιών.

Η ΠΙΟ κατάλληλη αντίθεση[5] δεν τοποθετείται άραγε ανάμεσα στο πλήρες (το υπερβολικό, το συντελεσμένο) και το κενό, ανάμεσα στο ευρύ άνοιγμα του ορίζοντα και το παραγέμισμα του παρελθόντος; Εάν είναι έτσι, τι άλλο να σκεφτούμε από το να διανοίγουμε τον δρόμο μέσα από τα ερείπια, τί άλλο από το να προσδιορίσουμε τον προσανατολισμό; Η πιο ριζική, η πιο βαθειά αντινομία αρχίζει ν' αποκαλύπτεται. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι πρόκειται για την σύγκρουση που αναγγέλλεται ανάμεσα στο μοντέλο και τον δρόμο. Σύγκρουση θεωρητική και πρακτική, πολιτική και φιλοσοφική (μα που ωθεί την σκέψη προς την μέτα-φιλοσοφία). Το μοντέλο προτείνει και θέτει ένα «κάτι», ένα περίοπτο «αντικείμενο», μια κατασκευή που κάποιοι κοιτούν, που κάποιοι μιμούνται και που επιτάσσει να το μιμούνται, που οι προσομοιωτές υιοθετούν. Το μοντέλο φαίνεται από μακρυά. Κάποιος πηγαίνει προς αυτό. Όταν εκπληρώνεται το μοντέλο, όλα βαίνουν καλώς. Όταν κάποιος απειθαρχεί στο μοντέλο, τότε τού πρέπει μια τιμωρία. Η κατασκευή Μοντέλων, διαδικασία φιλοσοφική (μεθοδολογική), γενικεύεται στην φιλοσοφία, στην πολιτική. Για χάρη της η τάξη νομιμοποιείται και εκλεπτύνει τα μέσα επιρροής και δράσης της. Η ηθική και η γνώση παντρεύονται. Το Μέγα Μοντέλο είναι προφανώς το Κράτος και ο Άνθρωπος του Κράτους, καπιταλιστικού ή σοσιαλιστικού. Δεν υπάρχει μοντέλο δίχως ιδεολογία, σύμφυτη και υποστηρικτική. Χάρη στο Αντικείμενο-Μοντέλο, η συγκατάβαση προς τις αποκλίσεις δεν έχει πλέον τους λόγους της, όπως ούτε κι η καταφυγή στις δικαιολογίες ενός χοντροκομμένου ντετερμινισμού. Το Μοντέλο επιβάλλει έναν λόγο [discours] και συμπεριφορές (ένα κοινωνικό χώρο συμπεριφορών και όχι μόνο ένα νοητικό τόπο ή τοπολογία). Συνάδει με τις διαφορές; Άσχημα.

ΣΤΑ ΜΟΝΤΕΛΑ αντιτίθενται οι Δρόμοι. Δεν υπάρχουν καινούργιοι δρόμοι. Υπάρχει μια καινούργια ιδέα, ο Δρόμος, που εκλεπτύνει την έννοια της «πράξης» και καθιστά συγκεκριμένες τις ιδέες της διαδρομής και των περασμάτων. Η θεωρία και η πρακτική οφείλουν να διανοίξουν το μονοπάτι τους, να αποδείξουν την κίνηση περπατώντας[6], τροποποιώντας το έδαφος και τους ορίζοντες. Χωρίς να υπακούουν σε ένα πράγμα προκατασκευασμένο. Χωρίς όμως να περνιώνται και για νόμος, μια και η εξερεύνηση του εδάφους, το βάδισμα, η εδραίωση του κεκτημένου, η καταστροφή των εμποδίων, απαιτούν μια μέθοδο (μια στρατηγική, μια λογική, μια πραξεολογία)· καθώς και την χρήση διάφορων μέσων και εργαλείων που έχουν προκύψει μέσα στις αποσπασματικές γνώσεις και -γιατί όχι;- μέσα στην παληά φιλοσοφία. Χωρίς σύστημα ούτε μοντέλο. Δίνοντας μάχες επιτόπου, «Hic et nunc» [εδώ και τώρα]. Χωρίς να λησμονιέται ο προσανατολισμός, η οροσήμανση, ο ορίζοντας. Ανά πάσα στιγμή κάτι έχει αλλάξει. Η έννοια του δρόμου απαγορεύει να διαχωρίζουμε το ύφος ζωής και την μέθοδο σκέψης, την παρουσία στο εαυτό από την παρουσία «στον κόσμο». Αφήνει ελεύθερες τις διαφορές (το «πληθυντικό» αν όχι τον πλουραλισμό...)

ΙΣΩΣ ΜΙΑ μέρα γίνει μπορετό να ξεπεραστεί αυτή η αντίθεση. Για την ώρα, ο θεωρητικός και πρακτικός αγώνας ενάντια στο μοντέλο αρχίζει.

Ο ΚΩΣΤΑΣ Αξελός διάλεξε τον δρόμο. Δεν ακολουθεί ένα μοντέλο αλλά ένα μονοπάτι για το οποίο ήδη υπάρχουν υποδείξεις. Δείχνει μια λεωφόρο και ένα μέλλον. Ο ολικός άνθρωπος θέλησε να αποτελέσει μοντέλο· ο πλανητικός άνθρωπος δεν είναι παρά μια διαδρομή, μια σαϊτιά. Ο ίδιος ο δρόμος, προσανατολισμός μάλλον παρά χαραγμένος, δρομολόγιο περισσότερο παρά ιστορία με τις εγγραφές της. Ο Κώστα Αξελός τον εξερευνά. Κατά την διάρκεια αυτού του δρομολογίου υπάρχουν βαλίτσες και μακρυνά σημάδια από τις ακτές, μια και πρόκειται μάλλον για πλοήγηση στ' ανοιχτά της θάλασσας, άλλοτε παίρνοντας πορεία από τ' άστρα, άλλοτε κατά μήκος των ακτών, παρά για ένα μονοπάτι της ξηράς που χρησιμοποιούν οι έμποροι κι οι προσκυνητές. Συμβαίνει, ωστόσο, να μετράει το σημείο. Βαλίτσα πρώτη: το απόσπασμα 52 του Ηράκλειτου: «Ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει πεσσούς, που κινεί τα πιόνια πάνω σε μια σκακιέρα: βασιλεία ενός παιδός»[7]. Άλλη βαλίτσα, ο Χάιντεγγερ.

ΚΑΘΕ Λόγος [raison] (αναγκαίος και /η ικανός) συνεπάγεται-εξηγεί έναν Λόγο που δεν έχει Λόγο [αιτία]. «Για όσο το είναι εκτείνεται σαν θεμέλιο, δεν έχει θεμέλιο». Για όσο το είναι είναι θεμέλιο που θεμελιώνει, δεν έχει θεμέλιο. «Ο αναστοχασμός μας γίνεται ένα άλμα που οδηγεί μακρυά, διότι βάζει την σκέψη στο παιγνίδι Αυτού-του-πράγματος όπου το είναι απολαμβάνει σαν είναι την ανάπαυλά του». Γιατί παίζει το Παιδί που παίζει στο παιγνίδι του Κόσμου; Παίζει διότι παίζει (Αρχή του λόγου [Principe de raison], σ. 239επ.). Δίπλα στον Χάιντεγγερ νάσου ο Φινκ, Το παιγνίδι σαν σύμβολο του κόσμου. Ανάμεσα στον Ηράκλειτο και τις μέρες μας πόσοι άλλοι... Να μην ξεχάσουμε τον Άγγελο Σιλέσιο[8] και το υπέροχο δίστιχο: «το ρόδο είναι δίχως γιατί· ανθίζει επειδή ανθίζει, δεν γνοιάζεται για τον εαυτό του, δεν ποθεί να το δούνε» (δύο προς τους οποίους «εγώ», ο «γράφων», οφείλω μεγάλη συγκίνηση-φώτιση). Όσο για τον Μαρξ, μήπως δεν αποκάλυψε το επέκεινα της παραγωγικής εργασίας και το νόημά του, το ελεύθερο παιγνίδι των δημιουργικών ικανοτήτων; Εάν ο χρόνος, εάν το γίγνεσθαι δεν είναι «παιγνίδι», λέει ο Νίτσε, υπάρχει Έσχατο Δικαστήριο και Κρίση [Δευτέρα Παρουσία], ενοχή, αμαρτία, Θεός που επιδοκιμάζει και τιμωρεί. Κι αυτό είναι ο ευρωπαϊκός μηδενισμός. Μόνο το γίγνεσθαι-παιγνίδι του κόσμου προσδίδει την αθωότητα στο γίγνεσθαι. Όσο για την Ανατολή (μήπως ο κόσμος είναι το όνειρο ενός θεού, ή το γέλιο του, ή ο χορός του; Η σχέση του άπειρου και του πεπερασμένου είναι Λόγος ή μήπως ευτελισμός και τρέλλα;) αρκεί να θυμίσουμε ότι υπάρχει.

ΜΕΣΑ σε αυτή την παράδοση που κατά την γνώμη του περιέχει την λύση του αινίγματος και το ρηθέν, ο Κώστας Αξελός εισάγει μία αναλυτική του παιγνιδιού η οποία επαναφέρει αυτή την παράδοση και την ξεπερνάει. Υπάρχει ίσως τριπλότητα (διαλεκτική):

α) Ο κόσμος του παιγνιδιού. Διαπιστώνεται εμπειρικά και μελετάται επιστημονικά. Το παιγνιώδες (πιο κοινά: η σχόλη) αντιτίθεται στον μόχθο και τον συμπληρώνει. Φανερώνεται σε κάθε ζώσα πραγματικότητα, φυσική ή κοινωνική. Κάθε κοινωνική πρακτική έχει εδώ κάποιο δικαίωμα και ανακτά αργά ή γρήγορα τις παιγνιώδεις πλευρές ή στοιχεία της (που είτε τα ίδια είτε κάποιοι άλλοι θεωρούν πως είναι ανατρεπτικά). Το παιγνίδι μπαίνει στην επιστήμη μέσα από τα μαθηματικά: θεωρία των παιγνίων και των στρατηγικών, θεωρία του τυχαίου ή της πληροφορίας, συνδυαστικές κ.λπ. Κάθε παιγνίδι συνεπάγεται έναν νόμο που διέπει τον χρόνο του και τον χώρο του, την όψη-στιγμή [moment] του: κανόνας του παγνιδιού, ποντάρισμα και μοίρασμα του διακυβεύματος. Υπάρχουν φόρμες (μήτρες) των παιγνιδιών, που μπορούμε να τις δούμε εμπειρικά. Τίποτα πιο ορθολογικό και πιο εύλογο από το ξετύλιγμα της παιγνιώδους δραστηριότητας. Ο Λόγος τείνει να απορρίψει το παιγνίδι, να το απωθήσει μέσα στο ανορθολογικό· οφείλει να το δεχτεί, να το εντάξει μέσα του. Όσο για τα διακυβεύματα, εμπειρικώς, είναι πάντοτε ορισμένα και πεπερασμένα, επομένως ορθολογικά (αν και τα διακυβεύματα ορισμένων θανατηφόρων παιγνιδιών εξαιρούνται μέσα από το δράμα.

β) Το παιγνίδι μέσα στον κόσμο. Η τέχνη το φανέρωσε κι αυτός υπήρξε ο ρόλος της, η τέχνη σαν γιορτή και η γιορτή σαν τέχνη. Η μέθη και το όνειρο, το παραλήρημα και το γέλιο, η απόλαυση και η οδύνη, η καταλαγή και η βία, η εναλλασσόμενη ισχύς τους, όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά παρά μόνο μέσα στο μεγάλο παιγνίδι. Διακύβευμα: η ζωή και ο θάνατος. Ποιός το λέει; Η μουσική, το θέατρο· τραγωδία και κωμωδία. Όσο για την ιστορία, τί λέει και τί να πούμε εμείς γι' αυτή; Η ειρωνεία την εξουσιάζει, η ειρωνεία των ιδεών που έχει μέσα της την ειρωνεία των ανθρώπων. Τα αναποδογυρίσματά της, οι επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις της, οι αυστηρές κι απρόβλεπτες αλληλουχίες της, δεν δείχνουν άραγε ότι κι η ιστορία παίζει; Ότι περιπαίζει τους υποτιθέμενους «ιστορικούς» άνδρες;

γ) Και τώρα πρέπει να σκεφτούμε για το Παιγνίδι του Κόσμου, «το παιγνίδι που προκαλεί όλα τα παιγνίδια» κρυμμένο και όχι φανερωμένο από την μεταφυσική: το παιγνίδι της επιφάνειας και των βαθών, των χώρων και των χρόνων, των «φαινομενονικοτήτων» που έχουν ποικιλία μεγαλύτερη από τις «πραγματικότητες» των οποίων θεωρούνται η εμφάνιση. Το Παιγνίδι του Κόσμου περικλείει και αναπτύσσει τον κόσμο των παιγνιδιών και τα παιγνίδια μέσα στον κόσμο. Τα εμπεριέχει και τα εξηγεί, τα θέτει και τα υποθέτει. Παιγνίδι δίχως παίκτη, ενώνει και χωρίζει τους παίκτες, τα παιγνίδια και τα διακυβεύματα. Διαιρεί και διαιρείται: ίδιο και άλλο, περασμένο και μελλοντικό, επανάληψη και δημιουργία, διαφορά και ταυτότητα, είναι και μηδέν. «Δεν είναι ο κόσμος που αποτελεί ένα θεϊκό παιγνίδι, είναι ο Θεός που αποτελεί ένα εγκόσμιο παιγνίδι» (Το Παιγνίδι του Κόσμου, σ. 240). Logos, Physis, άνθρωπος και ιστορία, όλα είναι ματαιωμένα, κινήσεις στην σκακιέρα που τούτο το μεγάλο παιγνίδι του οποίου αποτελούν τις ισχυρές δυνάμεις και τα έρμαια, τις ανακάλεσε. Έτσι ξεπροβάλλει μέσα και μέσω του αναστοχασμού «η κατακερματιστική και κατακερματισμένη ολότητα του πολυδιάστατου και ανοιχτού κόσμου» (σ. 157), ορισμός με τον οποίο η γνώση γίνεται (θέλει να γίνει) απόλυτη και ν' απορροφήσει την μη-γνώση, δίνοντας ένα νόημα στο σχετικό.

«ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ παιγνίδι και τα μικρά παιγνίδια του μεγάλου κόσμου και των μικρών κόσμων τα επαναφέρουν όλα: λόγια και σκέψεις, πλευρές του ίδιου και του «εκείνου», δυνάμεις κι αδυναμίες τού είναι και του μηδενός, του όλου και του τίποτα, ζώσες και/ή νεκρές θεότητες, ρυθμούς φυσικούς ή κοσμικούς, δράσεις και πάθη ανθρώπινα, δομές, μεγάλα ιστορικά συμβάντα κι ερμηνείες, δημιουργήματα της ποίησης και της τέχνης, παιγνίδια που παίζει το παιγνίδι του κόσμου...» (σ. 245).

Ο ΚΩΣΤΑΣ Αξελός θα αμφισβητούσε ότι υπάρχει «άλμα» από την ενυπαρξία [immanence] στην υπερβατικότητα [transcedance] όπως στην παληά μεταφυσική. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, απλώς λέει, δηλώνει αυτό που υπάρχει. Μετά την παραδοχή ότι υπάρχει «saltus» ή transencus», αυτό το πέρασμα μοιάζει πολύ πιο εύχερο απ' όσο στις κλασσικές περιπτώσεις του «εγώ-je»[9] (άλμα από το εμπειρικό «εγώ-moi» στο υπερβατικό Εγώ-Ego) - της προσωπικότητας (από το ανθρώπινο πρόσωπο στον προσωποποιημένο Θεό) - του Λόγου (από την σχετική γνώση στο απόλυτο Λόγο ή στην Ιδέα) - του αντικειμένου (από το αισθητό στην Ουσία) κ.λπ. Κι όμως αυτό το πέρασμα δεν είναι χωρίς δυσκολίες. Μετά την παραδοχή ότι το πώς και το γιατί του Παιγνιδιού δεν θέτουν πλέον ζητήματα, μένει το «ποιός;». Ποιός παίζει το Παιγνίδι του Κόσμου; Δεν είναι κάποιος (ένα «υποκείμενο») ούτε κάτι (ένα «αντικείμενο»). Ούτε το είναι, ούτε το μη-είναι. Παράδοξο; Ο Κώστας Αξελός θα απαντούσε ζωηρά ότι αυτό το παράδοξο είναι σύμφυτο σε κάθε συνείδηση, σε κάθε δραστηριότητα, ότι κανείς δεν μπορεί να το παρακάμψει, ούτε να το επιλύσει. Σε κάθε περίπτωση, ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην ανακαλέσει στην μνήμη του πολλές υποθέσεις εργασίας, εκείνες που δοκιμάστηκαν από τον Νίτσε. Ο κόσμος; Ένα τέρας γεμάτο ενέργεια σε διάφορες μορφές, που δεν έχουν άλλο νόμο από το να ξοδεύονται, να σπαταλούν με φρενήρη τρόπο τις δημιουργίες, να ξανασυγκεντρώνονται μετά την διασπορά. Ο κόσμος; Ένας κύκλος των κύκλων, δίχως άλλο νόμο από το τυχαίο, Ο κόσμος; Μία καταφατική διαβεβαίωση (affirmation), ένας τόπος καταφάσεων που ξεπερνούν μέσα από την επανάληψή τους την «υπαρξιακή» επανάληψη του ασυνάρτητου.

ΑΥΤΟΣ (ο Κ.Α.) που διαβεβαιώνει ότι «σιγά-σιγά ο άνθρωπος φανερώνεται σαν σχήμα μεταφοράς [métaphore] του Ταυτού» δεν μπορεί παρά να το διαβεβαιώσει καταφατικά. Κι έτσι να καταφαθεί κι ο ίδιος. Αποτελεί, αυτό, την υπέρτατη κατάφαση; Τα επιχειρήματα δεν λείπουν, αλλά το ζήτημα δεν είναι να αποδείξουμε. Ούτε να καταδείξουμε αυτό που δεν δείχνεται παρά μόνο σκίζοντας πέπλα, διαλύοντας σύννεφα, που αμέσως ξαναμαζεύονται.

Ο ΚΩΣΤΑΣ Αξελός έχει το φιλοσοφικό κουράγιο να κρατήσει, να διατηρήσει να ωθήσει ως τις ακραίες της συνέπειες αυτή την σύλληψη που δεν μπορεί να οριστεί ούτε σαν φιλοσοφική διαίσθηση ή ένα φιλοσοφικό όραμα, αλλά τα περιέχει και τα προϋποθέτει. Αφήνοντας τόσους και τόσους άλλους να παλεύουν μέσα σε μία φιλοσοφική κατάσταση που τούς φαντάζει αδιέξοδη, τοποθετείται στο επέκεινα της φιλοσοφίας και της μη φιλοσοφίας, του συστήματος και του αντισυστήματος, της αλήθειας και της ερμηνείας. Ο πίνακας τού «είναι εν τω γίγνεσθαι του κόσμου» (σ. 217) παρουσιάζει ένα σύστημα που ειρωνικά διαψεύδεται από το ίδιο του το κέντρο - καθώς το Παιγνίδι του Κόσμου είναι αυτό που δεν μπορεί να συλληφθεί και που δεν έχει συλληφθεί. Ένα είδος υπερεπάρκειας, αφθονίας (ενίοτε πικρής, ενίοτε χαρωπής, πάντοτε λιγάκι εκνευρισμένης, σπάνια χαρούμενης) αποζημιώνει το κουράγιο του σκεπτικού στοχαστή. Μπορεί να εκφραστεί δημόσια, χρησιμοποιώντας τα πιο διαφορετικά ρηματικά μέσα: ποιήματα, αφηγήσεις, αφορισμούς, ομιλίες. Ο τάδε αφορισμός «εκφράζει», ο δείνα «σημαίνει»: τούτο ή εκείνο φαινομενικά, αλλά πάντοτε το ίδιο μη-πράγμα. Καθώς χωροθετούνται στο επέκεινα της Γνώσης, τα έργα του Κώστα Αξελού επικαλούνται μία Γνώση εγκυκλοπαιδική. Και αυτό δεν είναι η μικρότερη ειρωνεία του.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ δύσκολο να διαπιστώσουμε πως αυτή η σύλληψη δεν έχει τίποτε το θρησκευτικό, ότι ακολουθεί τον θάνατο της θεολογίας και εκείνον του Θεού, αλλά πως συνάδει με την θρησκεία, με όλες τις θρησκείες (και ιδίως σε εκείνες της Ανατολής). Κι επίσης, με την μαγεία, με τους μύθους. Ως προς αυτό ο Κώστας Αξελός ακολουθεί την νιτσεϊκή σκέψη· είναι δύσκολο σήμερα (με το πρόσχημα της «αλήθειας», ιστορικής ή όχι) να διαγράψουμε από την ύπαρξη και το νόημα όλες τις «ιδεολογίες»! Ο Κώστας Αξελός τις περιλαμβάνει, χωρίς καθόλου να αποκλείει την επιστήμη και την τεχνική ορθολογικότητα ή να τους φοράει ένα ερμηνευτικό σύστημα (μία Ερμηνευτική). Αυτό που αντιμάχεται είναι ο επιστημονισμός. Κι επίσης ο εστετισμός. Όσο κι αν, κατά την γνώμη του, δεν αποκλείεται να πεθάνει η τέχνη κατά την νεωτερικότητα, εξίσου ισχύει ότι η ποίηση και η πρόζα του κόσμου, οι μάσκες και τα παιγνίδια του θεάτρου τράβηξαν το πέπλο κι αποκάλυψαν (όχι χωρίς να τα ξανασκεπάσουν με νέα πέπλα) τα παιγνίδια του κόσμου. Όσο για την ηθική και την πολιτική, τις απορρίπτει: «Βρισκόμαστε τώρα στο κατώφλι μιάς νέας εποχής, της πλανητικής εποχής. Παγκοσμιοποιεί αυτό που είναι και αυτό που παράγεται, ενοποιεί -δια της τεχνικής- την Υδρόγειο, ρίχνει τους ανθρώπους και τα πράγματα σε ένα γίγνεσθαι που, για να τείνει στην οικουμενικότητα και την σφαιρικότητα, δεν είναι λιγότερο πλανώμενο[10] και δεν αποκλείει την κοινοτοπία. Η γη, πλανώμενο άστρο, γίνεται στο σύνολό της το θέατρο της ανθρώπινης δραστηριότητας και η ενοποιούσα και πλανητική τεχνική μοιάζει να ορμάει στην κατάκτηση του σύμπαντος. Οι δεσμοί ανάμεσα στα υποκείμενα και τα αντικείμενα γίνονται ένα κουβάρι». (Το Παιγνίδι του Κόσμου σ. 226).

ΚΑΙ ΤΩΡΑ, υποθέτοντας πως έχουμε διαβεί τον πορθμό ανάμεσα στο πλήρες (το υπερβολικό) και το κενό (το ευρύ άνοιγμα), ίσως μένει να συγκρίνουμε το μέτα-φιλοσοφικό σχέδιο-πρόταγμα του Κώστα Αξελού με το φιλοσοφικό σχέδιο-πρόταγμα του Ζύλ Ντελέζ. Ο τελευταίος είναι κι αυτός κοντά στον Νίτσε και λαμβάνει υπ' όψη του τον Μαρξ, αλλά πιο πολύ τον Σπινόζα παρά τον Χάιντεγγερ και τον Ηράκλειτο. Όλα γίνονται λες κι ο Κώστας Αξελός προκαλεί τις διαφορές με ένα διάβημα τολμηρό, σχεδόν επιθετικό· το «άλμα» ή το πέρασμα πάνω από την άβυσσο. Ενώ ο Ζ. Ντελέζ, προνοητικός, συνετός, φειδωλός, δεν συλλαμβάνει, δεν γεννά, δεν «παράγει» τις διαφορές παρά ελεγχόμενες, σταγόνα με σταγόνα. Η σύνεσή του δεν γεννά επίσης την α-διαφορία;

ΜΠΡΟΣΤΑ στον νέο Ηράκλειτο, και για να του φράξουν τον δρόμο, οι Ζήνωνες θα καταφτάσουν[11]. Ο ένας θα πει πως αυτός ο Έλληνας εξαπατά, ο άλλος ότι ψεύδεται. Οι απορίες θα είναι άραγε τόσο διεγερτικές όσο και πριν εικοσι και πλέον αιώνες; Ένας ορισμένος αριθμός αναζητήσεων στρέφεται γύρω από την ιστορία, γνώση και πραγματικότητατων οποίων η κριτική εξέταση δεν έχει τελειώσει. Εάν αληθεύει πως μία σύγκρουση αναγγέλλεται ανάμεσα σε δρόμους και μοντέλα (και πως αυτή η σύγκρουση αφορά επίσης την ιστορία και την ιστορικότητα) οι αντιπαραθέσεις μόλις τώρα ξεκινούν. Τα έργα του Κώστα Αξελού (αντάμα με τα έργα του Ζυλ Ντελέζ) σημαδεύουν το τέλος μιάς περιόδου, αυτής με τις περιορισμένες, ήσσονες διαμάχες, αυτής που τελειώνει άσχημα, αυτής του λειτουργισμού, του φορμαλισμού, του στρουκτουραλισμού. Παρμένες χώρια, η λειτουργία είναι χυδαία, η φόρμα παγωμένη, η δομή αποξηραμένη. Αλλ' όμως από τα βιβλία του Κώστα Αξελού δεν λείπει ούτε η θέρμη, ούτε η ζωντάνια, ούτε ένα σταθερό παράστημα, λιγάκι αφ' υψηλού.

Henri Lefebvre, 1973

(Μετάφραση - σχόλια: Γιάννης Φ. Φωτόπουλος)




[1] Σ.τ.Μ: Post-philosophie. Σε διάκριση από την méta-philosophie, την οποία αποδίδουμε ως μέτα-φιλοσοφία (βλ. πιο κάτω στο κείμενο). Γύρω από τους δύο όρους έγινε μεγάλη συζήτηση στην γαλλική διανόηση την δεκαετία του 60. Ο Λεφέβρ επιχειρηματολογεί υπέρ του όρου μέτα-φιλοσοφία, αντιδρώντας στον αναφυόμενο τότε μεταμοντερνισμό (post-modernisme). Εκδίδει το 1964 ένα βιβλίο, την Métaphilosophie. Τον όρο υιοθετεί και ο Κώστας Αξελός. Η μεταφιλοσοφία (post-philosophie) δεν είναι παρά ένα -άλλο ένα- φιλοσοφικό σύστημα, που θέλει να αποδομήσει την παληά (θεωρησιακή) φιλοσοφία - συγκροτεί τελικά μία ιδεολογία. Αντίθετα, η μέτα-φιλοσοφία θέτει το ξεπέρασμα της φιλοσοφίας μέσα από την πραγμάτωσή της. Ενώνει το αίτημα για αλλαγή του κόσμου (Μαρξ) και εκείνο για αλλαγή της ζωής (Ρεμπώ), εναρμονίζει την γνώση και το βίωμα. Το πρόθεμα μέτα- κουβαλάει μέσα του το στοιχείο της κριτικής και της υπέρβασης. Το μέτα- δεν είναι χρονικός προσδιορισμός (όπως το post-), είναι το επέκεινα, ο ορίζοντας του δυνατού. Γράφει: «Το méta- ; Το ανθρώπινο όν πηγαίνει πάντοτε στο επέκεινα του εαυτού του, στο επέκεινα του κεκτημένου, της συνείδησης και αυτού που διαφεύγει από την συνείδηση. Να υπερβούμε; Να ξεπεράσουμε; Αποτελεί μία ευκαιρία προς απόπειρα, που πετυχαίνει ή δεν πετυχαίνει, αλλά η αναγκαιότητα έγκειται σε μία μετάβαση ή παραβίαση του "πραγματικού" πρός κάτι άλλο, προς ένα δυνατό που μπορεί να φανεί αδύνατο» (βλ. Qu'est-ce que penser?, 1985, Παρίσι:Publisud, σ. 131). Κι επίσης: «...ο φιλόσοφος δέχεται και μεταδίδει μηνύματα σημαντικά αλλά ξεπερασμένα. Αυτή η διαπίστωση εισάγει την μέτα-φιλοσοφία. Αυτή δεν ανάγεται ούτε στο αρχαιο- ούτε σε κάποια νεο-φιλοσοφία. Τοποθετείται στο επέκεινα, αλλά μέσα στην κοινωνική και πολιτική πρακτική (που θα πεί, μέσα στην ριζική κριτική του κοινωνικού και του πολιτικού)...» (De l' État, τόμος IV, 1976, Παρίσι:Ed. 10/18, σ. 16).

[2] Αναφέρεται στην γαλλική αντωνυμία "on", που θυμίζει την αόριστη αντωνυμία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας "τίς".

[3] Concours Lépine. Διαγωνισμός επινοήσεων και εφευρετών. Ξεκίνησε το 1901 στο Παρίσι με σκοπό να τονώσει το μικρεμπόριο και την μεταποίηση. Σήμερα μετέχει όλη η Γαλλία, ενώ υπάρχει και Διεθνής Διαγωνισμός Λεπίν.

[4] Aporie, με την αρχαία ελληνική σημασία (απορείν), με την οποία άλλωστε παραδόθηκε στην φιλοσοφική σκέψη, ιδίως μέσω της λατινικής εκκλησιαστικής γλώσσας: έλλειψη πόρου, δηλ. περάσματος, διεξόδου. Απουσία μη αντιφατικής απάντησης.

[5] Εδώ ο Ἀνρὶ Λεφέβρ υπαινίσσεται την ορολογία και την εμμονή των στρουκτουραλιστών να αναζητούν και να διατυπώνουν «κατάλληλες αντιθέσεις», δηλαδή αντιθέσεις ικανές και επαρκείς να αποδώσουν την «ουσία» ενός φαινομένου ή ενός πράγματος. Ασκεί κριτική στον «δομο-λειτουργισμό» και στον επιστημονισμό του, που λατρεύει την σαφήνεια, την καθαρότητα και την ακινησία των πόλων μιάς αντίθεσης: υποκείμενο-αντικείμενο, μορφή-περιεχόμενο, όλον-μέρος, συνεχές-ασυνεχές, ταυτότητα-διαφορά, λογική-διαλεκτική, άπειρο-πεπερασμένο, σχετικό-απόλυτο κ.ο.κ. Πράγματι: η θεωρία των «κατάλληλων αντιθέσεων» (ή των «κατάλληλων αποτελεσμάτων» κ.λπ) καταργεί το γίγνεσθαι, την ιστορία και την ιστορικότητα των εννοιών και των φαινομένων, ενώ αν και θέλει να αποτελεί θεωρία για την αντίφαση, καταργεί την ίδια την αντιφατικότητα των "πόλων" της.

[6] Αναφέρεται στο γνωστό αντεπιχείρημα των εμπειρικών προς τους ελεάτες και το επίσης γνωστό «Παράδοξο του Ζήνωνα». Έλεγε ο Ζήνων: αν έχουμε έναν αγώνα δρόμου μεταξύ του Αχιλλέα και μιας χελώνας, και η χελώνα ξεκινήσει με προβάδισμα π.χ. ενός σταδίου, ο Αχιλλέας (που ήταν ο ταχύτερος δρομέας της μυθολογίας) δεν θα μπορέσει ποτέ να φτάσει την χελώνα, αυτό δε για τον εξής λόγο: αν θεωρήσουμε οτι ο Αχιλλέας είναι 100 φορές πιο γρήγορος από την χελώνα, τότε όταν ο Αχιλλέας θα έχει διανύσει ένα στάδιο, η χελώνα θα έχει διανύσει ένα στάδιο και ένα εκατοστό του σταδίου. Όταν ο Αχιλλέας διανύσει ένα στάδιο και ένα εκατοστό του σταδίου, η χελώνα θα έχει διανύσει ένα στάδιο και ένα εκατοστό και ένα εκατοστό του εκατοστού του σταδίου κ.ο.κ... Επομένως η χελώνα πάντα θα προπορεύεται, επομένως ο Αχιλλέας δε μπορεί να την φτάσει. Οι ελεάτες -ο Ζήνων, ο Παρμενίδης με την «τέλεια σφαίρα» του- πρεσβεύουν τον σεβασμό του ακίνητου (μορφή, ουσία, ιδέα), του οριστικού και τελικού και περιφρονούν το εύστοχο αντεπιχείρημα του εμπειρι­σμού, που απεδείκνυε την κίνηση βαδίζοντας, που παρέπεμπε στην πρακτική και στο «βίωμα». (βλ. και σημ.11).

[7] Πρόκειται για το frg. 52 «αιών παίς εστι παίζων, πεσσεύων· παιδός η βασιληίη» (Ιππόλυτος, Έλεγχος ΙΧ 9). Κατά μία δόκιμη άποψη, "αιών" σημαίνει την διάρκεια της ζωής του ανθρώπου.

[8] Άγγελος Σιλέσιος (1624-1677). Πολωνογερμανός ποιητής της Αντιμεταρρύθμισης. Θεωρήθηκε πρέσβυς του πανενθεϊσμού, ωστόσο η Καθολική Εκκλησία τον υπερασπίστηκε. Το δίστιχο δημοσιεύτηκε στο έργο του Geistreiche Sinn- und Schluss-reime το 1657. Ο Ανρί Λεφέβρ αναφέρεται συχνά σε αυτόν.

[9] Γλωσσικό-φιλοσοφικό επιχείρημα. Αναφέρεται στην προσωπική αντωνυμία «je» (πρώτο πρόσωπο, ενικός αριθμός), η οποία χρησιμοποιείται πάντοτε στην γαλλική γλώσσα όταν θέλουμε να πούμε κάτι σε πρώτο ενικό, π.χ. παίζω = je joue, είμαι = je suis κ.ο.κ. Αντίστοιχα, στα αγγλικά χρησιμοποιείται το "I" και στα γερμανικά το "Ich". Η εδώ αναφορά έχει την έννοια ότι μέσα στο "je", και μέσω αυτού, κάποιος γίνεται υποκείμενο και τροφοδοτεί παράλληλα την αφηρημένη έννοια του Εγώ (Ego).

[10] Erreur = λάθος, πλάνη και errance = περιπλάνηση. Ο Κώστας Αξελός έχει ανοίξει την φιλοσοφική συζήτηση για τον άνθρωπο-περιπλάνηση στον κόσμο και για τον κόσμο-περιπλάνηση του ανθρώπου. Έχει γράψει για την πλάνη και την περιπλάνηση: «Η πλανητική σκέψη αντιστοιχεί στην περιπλάνηση τού είναι εν τω γίγνεσθαι της ολότητας του κόσμου... Το παιχνίδι της σκέψης "και" της πλανητικής εποχής είναι λοιπόν σφαιρικό, πλανώμενο, περιπλανώμενο, οργανωτικό, σχεδιαστικό κι επιπεδωτικό μπλεγμένο μέσα στα γρανάζια. Οι δημοσιογράφοι, οι συγγραφείς, οι καθηγητές κι οι πολιτικοί δεν ξέρουν τί λένε όταν μιλούν για πλανητικό. Οι λέξεις πλάνης και πλανήτης, planus (σχέδιο και ισόπεδος) και planus (αλήτης και περιπλανώμενος) ήδη μάς δείχνουν το συσχετισμό μεταξύ της πλάνης, αυτού που είναι επίπεδο και αυτού που προσφέρεται στο σχεδιασμό και στην επιπεδότητα. Και οι λέξεις δεν χωρίζονται από τα πράγματα» (Προς την πλανητική σκέψη, 1964, Εστία 1985 - Μέρος της τριλογίας Το ξετύλιγμα της περιπλάνησης).

[11] Υπονοεί τους οπαδούς του στρουκτουραλισμού. Ο Ανρί Λεφέβρ θεωρεί το ρεύμα του στρουκτουραλισμού (Κλώντ Λεβί-Στρώς, Μισέλ Φουκώ, Λουί Αλτουσέρ) απόγονους των ελεατών. Γράφει αλλού: «Ο Ζήνων ανακαλύπτει ότι η νους που μαθαίνει, κατατεμαχίζει τροχιές και διαστήματα σέ χωριστές και διακεκριμένες μονάδες: οι θέσεις του βέλους, τα βήματα του Αχιλλέα ή της χελώνας. Το βέλος κάθε στιγμή καταλαμβάνει μια θέση· ο Αχιλλέας είναι εδώ, η χελώνα εκεί. Ποιος θα το αρνηθεί; Μετά από αυτή την κατάτμηση, η ανακάλυψη και η δόμηση συμπίπτουν. Αρνούμενος το πρωταρχικό, δηλαδή την αισθητή κινητικότητα και απορρίπτοντάς την στο παράλογο, ο Ελεάτης δεν δείχνει μόνο την απόλυτη ταυτότητα πραγματικού και νοητού (ή λογικού)· δείχνει τον δρόμο της τελειότητας. Το ακίνητο είναι πιο πραγματικό και συνάμα πιο α­ληθινό, πιο τέλειο από την κινητικότητα. Η τελειότητα είναι ακίνητη. Ο διαλεκτικός δεν φοβάται τις πιο απίθανες παραδοξολογίες, τόσο απρόσμενες όπως εκείνο με τον Αχιλλέα και την χελώνα, ό­ταν προβάλλει αυτές τις λεπτολογίες: "Στά ίδια ποτάμια μπαίνουμε. και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε..." ... Η διαφορά μεταξύ των Ελεατών και των οπαδών του Ηρακλεί­του, μεταξύ των οπαδών της ταυτότητας και των οπαδών της διαλε­κτικής, μεταξύ των ανθρώπων της ακινησίας και των ανθρώπων του γίγνεσθαι, αυτή η διαφορά φαίνεται αθεράπευτη. Πάμε επομένως για όνειρα αδύνατων συνθέσεων; Η διαμάχη συνεχώς τροποποιείται, μα ποτέ δεν έπαψε. Επέδρασε και σε άλλα θέματα συζητήσεων: ορθολογισμός, οπαδοί του στατικού, οπαδοί του δυναμισμού (οριακά: επαναστάτες και άντεπαναστάτες). Ποιος θα υπερισχύσει; Από την αρχαιότητα, η απάντηση εξαρτάται από το χρονική στιγμή και από την περίοδο. Βραχυπρόθεσμα, από την στιγμή που ετίθετο το ζήτημα, την νίκη την κέρδιζαν οι Ελεάτες. Μακροπρόθεσμα, είναι μια άλλη ιστορία, γιατί είναι η ιστορία...» (L'ideologie structuraliste, 1975, Παρίσι:Le Seuil)

0 Σχόλια

Δεν υπάρχουν σχόλια.

Υποβολή σχολίου
Δεν θα δημοσιευθεί

Ειδοποίησέ με μέσω e-mail σε απαντήσεις
Συλλαβισμός Συλλαβισμός

Tsipras-01

Πρόσφατες δημοσιεύσεις

γιά τήν σύνδεση στο Forum...





Αρχή σελίδας